Ο Μητροκλής , ο Μαρωνείτης , αδελφός της Ιππαρχίας { η πρώτη γυναίκα Kυνική φιλόσοφος } παρακολουθούσε τα μαθήματα του περιφήμου Περιπατητικού φιλοσόφου Θεοφράστου.* Κατά την διάρκεια ερευνών στη σχολή ,λόγω σωματικής αδυναμίας και μετεωρισμού** των εντέρων του , δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα αέρια του και αποπάρδησε { έκλασε}.Τόσο δε ντροπιάστηκε ώστε απελπισμένος αποφάσισε να αυτοκτονήσει δια της ασιτίας . Ο Κυνικός φιλόσοφος Κράτης [ σύντροφος της Ιππαρχίας } μόλις το έμαθε – και αφού τον παρακάλεσαν να βοηθήσει – πήγε να τον μεταπείσει με επιχειρήματα για το μη απρεπές της πράξεώς του . Γιατί δεν είναι κακό -του είπε- η χρησιμοποίηση των φυσικών τρόπων προς ανακούφιση του οργανισμού αλλά τερατώδες η μη χρησιμοποίηση τους . Πρωτύτερα , επίτηδες είχε καταναλώσει θέρμους {λούπινα } κι όταν αποπάρδησε , κατάφερε να ανυψώσει το ηθικό του Μητροκλέους , παρηγορώντας τον με το επιχείρημα ,ότι κι αυτός το ίδιο κάνει. Από εκείνη την στιγμή ο Μητροκλής έκαψε όλες τις σημειώσεις του Θεοφράστου κι άρχισε να παρακολουθεί την διδασκαλία του Κράτη , ώσπου έγινε ένας έμπειρος φιλόσοφος.
Διαιρούσε τα πράγματα σε εκείνα που είναι ωνητά { εξαγοράζονται } όπως π. χ. ένα σπίτι και στα άλλα ,που χρειάζονται χρόνο και επιμέλεια , όπως π. χ. η παιδεία . Τον πλούτο τον θεωρούσε βλαβερό πράγμα , αν κάποιος δεν τον χρησιμοποιεί εκεί που αξίζει. Πέθανε γέρος ,αφού προκάλεσε ο ίδιος τον πνιγμό του . ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ – » Βίοι Φιλοσόφων », τομ. Γ’ – Μητροκλής.
ΣΤΟΒΑΙΟΥ – » Ανθολόγιον », τομ. ΙΔ’- Ψόγος γήρως .
ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ – » Υπερλεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας » .
Λουπινάρι / λούπινο = πικροκουκιά.
Το Λούπινο είναι φυτό που ανήκει στην οικογένεια των ψυχανθών στο γένος Lupinus. << Τι είναι το «λούπινο» και γιατί πρέπει να το προσέχουμε; >>
Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».
Θέρμος = λούπινος ο λευκός .Θέρμος, μάλλον γιατί είναι πολυθερμικός { calories = θερμίδες }. Θερμοπωλείον.
Ν. Μ. ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ – » Οι Αρχαίοι Κυνικοί ».
Ο Μητροκλής θεωρείται ο δημιουργός ενός ξεχωριστού γραμματικού είδους , της χρείας : σύντομο ανέκδοτο [ τσιτάτο] με περιεχόμενο μια φράση ή μια ενέργεια κάποιου σημαντικού προσώπου { συνήθως του Διογένους από τη Σινώπη }.
LIDDELL & SCOTT – »Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».
Χρεία = χρήσις , ωφέλεια. Στην ρητορική , ρητόν ή αξίωμα ή παράγγελμα ή απόφθεγμα .Χρείαι σώζονται από τον Ερμογένη και τον Αφθόνιο .Ο κωμικός ποιητής και γραμματικός Μάχων έκαμε συλλογή αποφθεγμάτων των Ελληνίδων εταίρων , πολλά από αυτά τα διέσωσε ο Αθήναιος.
Όπως αντιλαμβάνεσθε , η επαφή του Μητροκλέους με τον Κυνικό φιλόσοφο Κράτη ήταν τόσο δυναμική ,που εγκατέλειψε τον Περιπατητικό φιλόσοφο Θεόφραστο . Καταλύτης για την αλλαγή αυτή υπήρξαν τα διαφυγόντα αέρια { κλανιές }, από το ανυπάκουο έντερο του Μητροκλέους και η κυνική αντίδραση του Κράτη δια της ομοίας οδού ,της αποπαρδήσεως.
ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ – » Βίοι Φιλοσόφων », τομ. Γ’ , Διογένης.
Ο Διογένης ,που εκτιμούσε την ανακούφιση ,που προκαλούν οι πορδές { πολύ πριν από την Βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, όπου η Βασίλισσα πέρδεται ελευθέρως και χωρίς ενοχές } έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο ‘ ΠΟΡΔΑΛΟΣ’.
Έκτός από το πέρδω / πέρδομαι υπάρχουν κι άλλα ρήματα με παρεμφερή σημασία αλλά με διαφορετικές νοηματικές αποχρώσεις. : βδέω / βδελύσσ[ττ]ομαι , όζω , βρωμάω , μυρίζω , κλάνω .
ΑΝΘ. ΓΑΖΗ – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».
Πέρδω / πέρδομαι = ρίχνω πορδές , κλάνω.
ΘΕΟΛ. ΒΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ – » Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Ελληνικής γλώσσης ».
Αποβάλλω αέρια : [από]πέρδομαι , πορδίζω, κλάνω ,υποπέρδομαι [ κουφοκλάνω].
Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ – » Ετυμολογικό Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας ».
Πέρδιξ {πέρδικα} από το πέρδομαι [πιθ. από το θόρυβο των φτερών της { ;; } ] .
Πετροπέρδικες.
Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».
Βδέω =πέρδομαι ,κλάνω,βρωμάω .Βδελύσσω =προκαλώ δυσωδία [ αποστροφή], καθιστώ τι αηδές. Εξ ού και βδέλυγμα.
ΘΕΟΛ. ΒΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ – » Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Ελληνικής γλώσσης ».
ΑΝΤΙΠΑΘΕΙΑ . { ζωηρά αποστροφή }=αηδία, αποτροπιασμός , βδελυγμία, βδελυρία, σιχαμάρα.
ΜΑΡΙΟΥ ΒΕΡΕΤΤΑ – » Τα βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων ».
Βδέλυγμα = σίχαμα { εκ του βδέω =βρωμάω } . Βρώμος = η τραγίσια μυρουδιά , η αποκρουστική μυρωδιά των τράγων την εποχή του οίστρου , η τραγίλα.
ΠΑΝ.Ε.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – » Λεξικό ρημάτων της Αρχ.Ελλ.γλώσσας ».
Όζω [από το οδμή / οσμή ] = βγάζω οσμή , μυρίζω.
ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ Δ. του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».
Η όζη = βαρειά οσμή { κυρ.στόματος } , δυσωδία. Οζόλης = ο βρωμιάρης , ο δυσώδης { θυμηθείτε τους Οζολούς Λοκρούς }
ΘΕΟΛ. ΒΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ – » Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Ελληνικής γλώσσης
».ΔΥΣΩΔΙΑ .[ δυσωδία ρινός ] =όζαινα.
ΠΑΝ.Ε.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – » Λεξικό ρημάτων της Αρχ.Ελλ.γλώσσας ».
Μυρόω-ώ / Μυρίζω =μυραίνω , αλείφω με μύρο.
ΠΑΠΥΡΟΥ – » Λεξικό της Ελληνικής γλώσσας ».
Κλάννω / κλάνω [ από το αρχ. κλάω -ώ = θραύω , σπάζω τι ] =αφήνω πορδή , πέρδομαι
.ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ : << τα ΄κλασε = φοβήθηκε >> , κώλος που κλάνει , γιατρός δεν τον πιάνει = δείγμα υγείας >> , << έκλασε η νύφη σχόλασε ο γάμος = για μεγαλοποίηση ασημάντου γεγονότος >>.
ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ – » Διογένης ο Κυνικός ».
* Ι. ΠΑΣΣΑ – » Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν λεξικού » ΗΛΙΟΥ».
Ο Θεόφραστος [πραγματικό όνομα Τύρταμος ] ήταν μαθητής , πιστός φίλος και μετέπειτα σχολάρχης της Περιπατητικής Σχολής του Αριστοτέλους. Από τον Διογένη τον Λαέρτιο διασώθηκε κατάλογος των έργων του ,τα οποία ανέρχονται περίπου σε 240.
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ -» Χαραχτήρες ». { 30 }.
Στους Χαρακτήρες, ο Θεόφραστος περιγράφει τα εσωτερικά και ψυχικά γνωρίσματα ανάλογα με το ήθος των ανθρώπων.
** Τυμπανισμός (μετεωρισμός). Διάταση κοιλίας. Αέρια
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :
ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΒΙΒΛΙΑ , ΕΛΕΓΧΕΤΕ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ.