Σοβαρός και αστείος.

Ως σοβαρός   χαρακτηρίζεται-στην εποχή μας – o συγκρατημένος ,αξιοπρεπής,υπεύθυνος ,φρόνιμος ή ο αυστηρός ,επιβλητικός ,λιγόλογος ,ο χωρίς διαχυτικότητες ,σημαντικός και αξιοπρόσεκτος -όπως μας πληροφορεί το σύγχρονο λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας.

ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ – » Σύγχρονο λεξικό της Νεοελληνικής  γλώσσας ».

 

1.ΣΟΒΑΡΟΣ-Η-ΟΝ   :

Το τελευταίο και μάλλον το  χαρακτηριστικότερο  θεατρικό έργο του Όσκαρ  Γουά’ι’λντ { Oscar  Fingal O’Flahertie Wills Wilde , 1854-1900}  είναι το‘ The Importance of  Being Earnest » { ‘Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός’ ή ‘Ο σοβαρός κύριος Ερνέστος } [1895] , το οποίο ανέβηκε στο Σεντ Τζέιμσεντ Θήατερ με τον Τζ.Αλεξάντερ ως  Τζον Γουέρθινγκ’ . Ή ‘σοβαρότητα ‘ στο έργο  βέβαια  καταρρέει  μέσα  από τους κίβδηλους  κώδικες της  αριστοκρατικής ευπρέπεια και στο τέλος όλοι οι ήρωες αποδεικνύονται στυγνοί υποκριτές. Ο Οscar Wilde με το »Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός» προσεγγίζει την κορυφή μιας πνευματώδους κωμωδίας.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ – » Λεξικό του Θεάτρου » , { σελ.111}

»Ο σοβαρός  κ.Ερνέστος »  .

 

Τι σημαίνει όμως το επίθετο σοβαρός-η-ο ; Ποιός είναι άραγε αυτός ο σοβαρός και τι σόι πράγμα είναι αυτή η σοβαρότητα ,που διαθέτει ; Ας συμβουλευτούμε ,κατ’ αρχήν, το σύγχρονο λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών ή αλλιώς χρηστικό, για να μας διαφωτίσει.             ΑΚΑΔ.ΑΘΗΝΩΝ  – » Χρηστικό λεξικό της Νέο-ελληνικής γλώσσας ».

Το καλό ‘xρηστικό ‘ λεξικό  ερμηνεύει μεν τι σημαίνει σοβαρότητα {seriousness} και σοβαρός {serioso} ,με παραδείγματα μάλιστα ,χωρίς να φθάνει δε στην ουσία της λέξεως ,ήτοι στην ετυμολογία της.                                                                                                                  

ΕΚΔ.ΣΙΔΕΡΗ   -» Dizionario Italiano Greco-Greco Italiano ».

 

A.Π.Θ {Ιδρ. Μαν.Τριανταφυλλίδη} – » Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής «.

Σοβαρός-η-ο : πομπώδης ,επηρμένος { Ιταλ. serioso }.

Το ίδιο συμβαίνει και με Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής .Δεν υπάρχει καμμία αναφορά στην ετυμολογία της λέξεως σοβαρός παρά μόνο ερμηνείες μετά παραδειγμάτων.                  

ΣΤΕΦ.Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ –  » Λατινο-Eλληνικόν Λεξικόν «.

Serioso < serietas {= σπουδαιότης } <  serius { ίσως κατά συγκοπήν εκ του severus } =αυστηρός, σπουδαίος,σεμνός.

 

ΣΟΦ .ΕΥΑΓΓ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ – »Greek lexicon of the Roman and Byzantine periods ».

Αυστηρία = severity { < severus }.

 

ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ  – » Λεξικόν ». 

Σεβερός = ευσεβής , δίκαιος.

 

Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ  – » Ετυμολογικό λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας ».

Σοβαρός  : { < σοβέω-ώ [= απομακρύνω]  } σοβ-αρός . Σοβαρότητα < ελνστ. σοβαρότης , αρχ.σημασία : αλαζονεία , ύφος αγέρωχο.

 

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – »  Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης «.

Σοβαρός -α-ον { < σοβέω } = 1.Ο εκφοβίζων και δια του εκφοβισμού αποδιώκων πτηνά  2. παταγώδης ,μεγάλαυχος ,πομπώδης ,επιδεκτικός ,υπεροπτικός ,αυθάδης,υβριστικός  3.[επί πραγμάτων ] βίαιος,ταχύς,σφοδρός. Σοβέω =εκπέμπω το συριστικό επιφωνηματικό σύμπλεγμα ‘‘σού,σού » για να εκφοβίσω και να αποδιώξω πτηνά {όσοι είστε από χωριό ή έχετε πάει σε χωριό  που έχουν κοτέτσια , μπορεί να έχετε εικόνα , του πώς διώχνουν οι νοικοκυρές τα κοτερά { κότες} από την αυλή του σπιτιού  προφέροντας το χαρακτηριστικό  επιφώνημα  » σ,σ,σ,σ,….σ,σ,σ,..» }.Σοβάς-άδος [ θηλ. του σοβαρός ] = αυθάδης, αναιδής. Σόβη = η ουρά του ίππου { αλογοουρά }.

 

LIDDELL & SCOTT  – » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός { < σοβέω } κυρίως ο αποδιώκων πτηνά . 1]. Σοβαρότης = η αλαζονεία , το αγέρωχον ύφος .Σοβαρόφρων = αλαζών. Σόβητρον { Σόβη  + τρόν }=ξεμυγιαστήρι .[-τρόν =εργαλείο π.χ. άρο-τρον].

 

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». 

Σοβαρός  <  *[ ΣΟΒ-]  ή * [ ΣΟΥ– {= ΣΟF } ] συγγενής της * [ ΣΥ-], σεύω , έσσυμαι { παθ.παρακ.του σεύομαι}  . Σού, σού ήταν κραυγή προς αποσόβηση πτηνών.     

 

Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ &  Κ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] ».

ΣέFω = σείω , σεύω { Λατ. sistrum=σείστρο }, σείριος.

 

ΠΑΝ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – «Λεξικό ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ».

Σοβέω { < σέβω < *[σεβ-}  = απομακρύνω κάποιον με τη βία .

 

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – »  Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης «.

Μυιοσόβη { μυία + σόβη } = μυιαστήρι , μυγιαστήρι ,μυγοδιώκτρα .

Μυιοσόβος  { μυία + σοβέω-ώ }= ο αποδιώκων  τις μύγες.

 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Yδροσόβη { ύδωρ + σοβώ } = νεροδιώχτης.

                                                         Φυσικά  Μυγοαπωθητικάbandicam 2018-05-24 21-42-36-006

 

J.B.HOFMANN  – » Ετυμολογικόν λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής » .

Σοβέω  {< σέβω } = βάλλω [ θέτω ] κάτι μακριά από μένα ,απομακρύνω ταχέως ,αποδιώκω ,απο-σοβώ.

 

ΕΚΔ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ  – » Ανώμαλα ρήματα της Αρχ. Ελληνικής γλώσσης ».

Σέβω .Παράγωγα :σέβας {>σεβάζομαι },σεβίζω,σεμνός { < σεβ-νός},σεπτός {< σεβ-τός } ,ευσεβής ,ασεβής.

 

ΔΑΜ. ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗ  – » Ετυμολογικό λεξικό της Ελληνικής ».

 

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ  – » Νεφέλαι », { στ. 406 }

» έξω φέρεται σοβαρός » = πετάγεται έξω ορμητικά  [ ο αέρας ].

 

CLAVDII  AELIANI [ sophistae ] – » Varia Historia et Fragmenta  » .

Σοβαρά αναθήματα = λαμπρά,ακριβά αφιερώματα { διακόσμησε τον ναόν}.

 

ΑΙΛΙΑΝΟΣ – » περί ζώων ιδιοτήτων », { XVI – 32 }.

»Σοβαροτέρα  τη τιμή » =σε  υψηλότερη τιμή, πιο ακριβά.

 

AΘΗΝΑΙΟΥ – » Δειπνοσοφισταί »,  { Θ’ -15 c  ,Όρνεις }.

Σοβέω-ώ  { τας όρνιθας } = απομακρύνω [ τις κότες ].

 

ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ  – » Λεξικόν ».

Σοβάδες = υπερήφανοι ,άστατοι, μαινόμενοι. Σοβαρός { <  σέβας }[1] = υπερήφανος ,αυθάδης ,σεμνός .Σοβαρός [2] = συβαρός {<  Συβαριτών }  και πλούσιος.  Σοβείν { < σοβέω-ώ } =διώκειν , τρέχειν, απελαύνειν.

 

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων Συναγωγή ».

Σοβαρός = όχι ο σεμνός αλλά ο καταπληκτικός. Σοβαρός = λαμπρός , επαιρόμενος , τολμηρός, αυθάδης ,αυτός που συμπεριφέρεται απρεπώς. Το δε σοβαρός λέγουν ,οι μεν από τους Συβαρίτες {σοβαρός <  συβαρός } ,οι δε από το σέβας { σοβαρός < σέβας }.Άλλοι όμως λένε ,ότι ονομάστηκε σοβαρός από το σοβείν { σοβαρός < σοβέω-ώ },το οποίο σημαίνει ακριβώς : προχωρώ με σεμνότητα. Την λέξη αυτή χρησιμοποιούσαν  συνήθως οι Κυνικοί. Σοβεί = διώκει  και κομπάζει .

Σάρωση_20180526 

THOMAS  GAISFORD  -» Etymologicon Magnum Lexicon ».

Σοβαρός { < σοαρός + [β] με πλεονασμό } = ο σοβών και μετά σεμνότητος  προ’ι’ών.

Σάρωση_20180528 (3) 

ORION  THEBANUS { ΩΡΙΩΝ ο ΘΗΒΑΙΟΣ } – » Etymologicon ».

Συβαρός { < σεσοβείσθαι } .Συώ > συαρός + β [πλεον. ] = συβαρός.

 

ΣΟΥΔΑ ή ΣΟΥ’Ι’ΔΑ  – » Λεξικόν » .

Σοβαρός [1] = λαμπρός , επαιρόμενος ,τολμηρός ,αυθάδης , ο συμπεριφερόμενος έξω του δέοντος [=απρεπώς }  Σοβαρός [2] = ο υπερήφανος .Διότι έλεγαν πως οι Συβαρίτες υπερέχουν στον πλούτο και την τρυφηλότητα. Από του Συβαρίτου λοιπόν [ ονομάσθηκε ] ο σοβαρός. Σοβαρός [3] = από το κράτος των Συβαριτών  μεταφέρθηκε  το όνομα . Άλλοι μεν  λένε ότι [ο σοβαρός ] παράγεται από το σέβας , άλλοι δε από το σοβείν , το οποίο σημαίνει ακριβώς : το να βαδίζει  κάποιος με  σεμνότητα.

 

ΑΝΘ.ΓΑΖΗ  – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρεύομαι { < σοβαρός } = είμαι σοβαρός ,επαίρομαι { Ησύχιος }. Σοβαροβλέφαρος = υπερήφανος ,υπερόπτης. Σοβαρός-α-ον =1. ελαφρός ,λεπτός , ογλήγορος { =γρήγορος } 2.υπερήφανος, αυθάδης ,υψηλόφρων,μάταιος,μεγαλοπρεπής { κατά το εξωτερικόν και επί πραγμάτων },λαμπρός ,πολύτιμος{ Αιλιανός }. Σοβάς-άδος { ποιητικό θηλυκό του σοβαρός }=οξεία, ορμητική, άγρια 2.Μάταιη ,υπερήφανη , που αγαπάει τις μεγαλοπρέπειες .Σοβέω-ώ { < ΣΑΩ ,σόω,σέω,σεύω} =1].εξιππάζω,φοβίζω ,κυνηγώ ,απομακρύνω , αποβάλλω 2].υπερήφανα ή καμαρωτά βαδίζω . Σόβη { < σοβέω} =1]. η ουρά του ίππου { ίππουρις }, δια της οποίας αποδιώκει τις μύγες από το σώμα του 2].η φούντα ,ο θύσανος από τρίχες ουράς ίππου για διακόσμηση περικεφαλαίας 3].παχιά φούντα από τρίχες ,πυκνή χαίτη.

 

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σόω  { < σαόω } = σώζω.


ΙΠΠΟΥΡΙΣ:                                                                                                                                           

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

α].Ίππουρις { ίππος + ουρά } =επίθετο της  κόρυθος { περικεφαλαία} η διακοσμημένη με λοφίο από τρίχες αλογοουράς.

 β].Ίππουρις (cauda equina) το σύνολο των νεύρων που κατεβαίνουν μέσα στο σπονδυλικό σωλήνα, στην περιοχή της οσφύος (μέσης) με μορφή σαν την ουρά του αλόγου (εξ’ ου η λέξις  ίππουρις).

γ].Ίππουρις [Equisetum arvense] {2} εκουιζέτο ή πολυκόμπι,κοντυλόχορτο,πολυτριχιά,πολυκόνδυλο,ιππουρίδα των αγρών.Ο Διοσκουρίδης αναφερόμενος στο πολυκόμπι το συνιστούσε ως επουλωτικό των πληγών και γι’ άλλες φαρμακευτικές χρήσεις.Επίσης χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο στην αμπελουργία και στην κηπευτική.

Ι. ΠΑΣΣΑ  – » Νεώτερον  Εγκυκλοπαιδικόν  Λεξικόν »ΗΛΙΟΥ».

Tα πέντε είδη της ιππουρίδος .


 

ΚΩΝ. Μ. ΚΟΥΜΑ – » Λεξικόν ». 

Σοβαρός-ά-όν { < σοβάω, σοβέω }: 1.] αυτός που κινείται  εδώ κι εκεί γρήγορα.{ = ευκίνητος }, αυτός που ελαφροπερπατάει , ο γρήγορος  2.] όποιος υπερηφανεύεται { =φαίνεται υπέρ, καμαρώνει } , συμπεριφέρεται με μεγαλοπρέπεια. Ίππος σοβαρός = ο καμαρωτός και υπερήφανος }.Σοβαρός  < σόω , σόομαι -σοούμαι , σύομαι  κατά το νύσος = νόσος. Σοβέω  -ώ =  1].κινώ : κινώ πόδα εν κύκλω [= *κυκλοσοβέω = φέρνω γυροβολιά σε κυκλικό χορό ] , διώκω, αποβάλλω.  Σοβείν την κόνιν = τινάζω ή σκουπίζω τον κονιορτό  2]. Βάδισμα : το ταχύ και σφοδρό περπάτημα του υπερηφάνου. 3]. Το σοβείν : το να περπατάει κανείς γρήγορα και υπερήφανα [ υπεροπτικά ].Σοβέω – ώ  < σόω – σόομαι + [β] = σόβω , σοβέω.

 

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ Δ. του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός-α-ον { < σοβέω }:  [ κατά λέξη } αυτός που περπατάει με κουνηστά χέρια { δηλ. ο καμαρωτός ή βιαστικός , [ επί πραγμάτων ] ορμητικός ,{ συνεκδοχικά } αγέρωχος ,υπερήφανος ,πολυέξοδος .Σοβαρότης = το ύφος ,ο χαρακτήρας του σοβαρού.

 

Ν.Π. ΑΝΔΡΙΩΤΗ  – » Ετυμολογικό  λεξικό της κοινής Νεοελληνικής ».

Σοβαρός < σοβώ.

 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός -η-ο[ν] { < σοβέ-ώ }.

 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρότης -ητος = 1.αλαζονεία ,αγέρωχον ύφος  2.η ιδιότητα του σοβαρού ,αξιοπρέπεια,σπουδαιότητα , εμβρίθεια ,βαρύτητα 3.{ συνεκδοχικά } και επί καταστάσεως ή ασθενείας.

 

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Ελληνo – Λατινικό  Λεξικόν ».

Σοβαρότης =gravitas -atis , Fastus-us.

 

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λατινο-Eλληνικόν  Λεξικόν .

Fastus-us =όγκος ,φρόνημα,υπερηφάνεια , το θρυπτικόν { = ο θραύων, ο ικανός να συντρίβει κάτι } .Gravitas -atis  { < gravis }= βαρύτητα , βάρος, τραχύτητα ,εμβρίθεια,σεμνότητα , σπουδαιότητα, αυστηρότητα.



 

Aστείος – στην εποχή μας -είναι ο έξυπνος, ο ευτράπελος αλλά και ο ασήμαντος ,ο μηδαμινός ,ο μη σοβαρός ,ο ανάξιος λόγου ,ο γελοίος ,ο κωμικός- όπως μας πληροφορεί το Νεοελληνικό λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής.                                                         ΕΜΜ.ΚΡΙΑΡΑ  – » Νεοελληνικό  λεξικό ».                                                                                          Αστείος : 1.αυτός που προκαλεί γέλιο , έξυπνος και ευχάριστος  2. που του λείπει η σοβαρότητα , γελοίος,κωμικός  3.ανάξιος λόγου ,ασήμαντος.                                       ΑΝΤΙΘ. : σοβαρός{;},σημαντικός. 

 

2.ΑΣΤΕΙΟΣ-Α-ΟΝ :

Ποιό είναι το αντίθετο του επιθέτου  σοβαρός-η-ον ;  Ασφαλώς όχι  ο αστείος-α-ον,             όπως πολλοί λανθασμένα νομίζουν . Το αντίθετο του επιθέτου  σοβαρός-η-ον  είναι ο ήσυχος-η-ον, ο ήρεμος-η-ον .                                                                                                           

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός = [1]. ο ταχύς ,ορμητικός και βίαιος άρα το αντίθετό του δεν μπορεί παρά να είναι ο ήσυχος , ήρεμος  [2]. Ο αλαζόνας , πομπώδης , υπερήφανος { αρνητική σημασία }.

 

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ – ‘‘ Νεφέλαι » ,{ στ. 404-407 }

Ο Στρεψιάδης  ρωτάει τον Σωκράτη τί είναι κεραυνός . Σοβαρός = ορμητικός.

 

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ – ‘‘ Ειρήνη »,{ στ. 82-86 } και { στ. 943-947 }.

Ο Τρυγαίος εμφανίζεται στην σκηνή καβάλα σ’ένα τεράστιο σκαθάρι { κάνθαρος } σαν τον Βελλερεφόντη  ,που ίππευσε τον Πήγασο και ανέβηκε στον ουρανό. Ο μπούρμπουλας { σκαθάρι} ως γνωστόν είναι κοπροφάγος  και εκπέμπει δυσωδία , αφού τρώγει βρώμες ,κάτι το οποίο φοβίζει τον Τρυγαίο.  Σοβαρώς  χώρει =προχώρα  ταχέως ,ορμητικώς. Σοβαρά αύρα = γρήγορη ,ορμητική.

 

Ι.Α.Ε. ΣΜΙΔΙΤΙΟΥ [ SCHMIDT }  – » Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρεύομαι = φέρομαι σοβαρώς { = υπερηφάνως }.Σοβαρός = ο περιπατών με κουνητά χέρια ,ο καμαρωτός ,βιαστικός ,ορμητικός αγέρωχος ,υπερήφανος. Σοβέω = βάλλω εις ταχείαν κίνησιν , φοβίζω ,αποδιώκω {ιδιαιτ.} τινάζω , κουνώ.

Επειδή ο σοβαρός [μτγν.]  εμφανίζεται ως σπουδαίος και εμβριθής, το αντίθετό του εκφράστηκε στην νεώτερη ελληνική με τον …ελαφρόνεπιπόλαιον και ελαφρόμυαλον. 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Προσέξτε την αλλοίωση του νοήματος της λέξης. Από το Αριστοφανικό σοβαρό= ελαφρό ,πτερόεν ,ευκίνητο  στο νεώτερο σοβαρό , που είναι το αντίθετο του ..ελαφρού και επιπόλαιου.! Είναι αυτό ,που μαρξιστικά ονομάζεται ‘πέρασμα στο αντίθετό του’.

AΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ  – Αχαρνής »,{ στ.675 }.

»σοβαρόν  μέλος» = ελαφρά μελωδία  { προς το αγροικότερον }.

 

Το αντίθετο του επιθέτου  αστείος-α-ον { < άστυ } είναι ο,η  άγροικος- το άγροικον { μεταγ .αγροίκος } < αγρός + οίκος .                                                                             bandicam 2018-06-04 20-21-27-456  

Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ &  Κ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] » . 

Άστυ { < [F]άστυ }. Vestia = Εστία.

 

ΣΤΕΦ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Εθνικά ».

Άστυ , η κοινώς λεγομένη πόλη .Διαφέρει το άστυ από την πόλιν .Άστυ = κτίσμα. Πόλις = κτίσματα { άψυχα} και  πολίτες { έμψυχα }.Ονομάστηκε δε άστυ,  ‘‘εκ του συνελθείν και στήναι’‘,  επειδή πρωτύτερα ήσαν νομάδες και ζούσαν πότε εδώ και πότε εκεί . Τότε εκ της πλάνης { = περιπλάνηση νομάδων } εις τας κοινάς οικήσεις {εγκαταστάθηκαν μονίμως }, απ’ όπου δεν μετανάστευσαν. Πρώτοι από τους άλλους οι Αθηναίοι κατοίκησαν πόλεις και εύρηκαν  άστη. Από το άστυ {γεν. άστεος }:o αστείος , ο οποίος αντιδιαστέλλεται στον αγροίκον , το αστείζω και ο αστεισμός { είδος ειρωνείας }.

 

Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ  – » Ετυμολογικό λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας ».

Aστείος και αγροίκος.

 

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων Συναγωγή ».

Αστείος =ευσύνετος,ευπρόσωπος,χαρίεις ,καλός ,γελοιώδης.  Αστείζεσθαι = το χαριεντίζεσθαι . Αστε’ι’ζόμενος = αγλα’ι’ζόμενος,ωρα’ι’ζόμενος.

 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Αστε’ι’σμός : α].ευφυολόγημα και ευτραπελία. β].Ρητορ. είδος  ειρωνείας ,δια του οποίου διακοσμείται και ιλαρύνεται { φαιδρύνεται} ο λόγος ή σκώπτεται { σκώπτω =περιπαίζω,’πειράζω’ }εύστοχα ο εναντίος { =ο αντίος ,ο απέναντι }.

 

ΑΙΛΙΟΥ ΗΡΩΔΙΑΝΟΥ  – » Περί Σχημάτων ».

Σχήμα λόγου είναι και ο αστε’ι’σμός.  Αστεισμός = προσποίησις πιθανή του μη λέγειν ή μνημονεύειν ημάς ά λέγομεν.

 EIΔH EIΡΩNEIAΣ :   

AΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  { Σοφιστού } – » » Περί Σχημάτων ».

Ειρωνεία  = λόγος προσποιούμενος το εναντίον λέγειν.

Είδη της ειρωνείας {4} : αστεισμός ,μυκτηρισμός , σαρκασμός , χλευασμός.

 

ΑΝΝΗΣ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ  – ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – » Ο εν τη λέξει Λόγος ».

Ειρωνεία { < είρω = λέγω } = ο παίζων και διαχλευάζων διά λόγων . Ειρωνεία είναι : α].η προσποιητή άγνοια { σωκρατική ειρωνεία } και β].σαρκασμός μετά λεπτότητος. Η ειρωνεία έχει [4] είδη:

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ηθικά Νικομάχεια » , { 1108 a } .

Στην  ηδονή { το ηδύ } ,την σχετική με τα παιγνίδια και τις διασκεδάσεις,ο μέσος  είναι ο ευτράπελος και η ευτραπελία. Το μεν ένα άκρο [ της υπερβολής ] λέγεται βωμολοχία { αισχρολογία} το δε άλλο άκρο [ της ελλείψεως ] λέγεται αγροικία { τραχύτητα }.

Το ηδύ { ηδονή , τέρψις } έχει μεσότητα και άκρα { το ένα άκρο είναι η έλλειψις  και το άλλο η υπερβολή } .Σε σχέση με την παιδιά η μεσότης λέγεται ευτραπελία ενώ τα άκρα λέγονται αγροικία{τραχύτητα } μεν για την έλλειψη και βωμολοχία { αισχρολογία} για την υπερβολή .Σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα πράγματα { θέματα } του ανθρωπίνου βίου η μεσότητα λέγεται φιλία και φίλος ο ευρισκόμενος στο μέσον.Ενώ στα άκρα βρίσκονται ο μεν δύσκολος { παράξενος} και δύσερις { δυσ + έρις } =φίλερις ,ο δε κόλαξ { αυτός που αποβλέπει στην ιδική του ωφέλεια }.
bandicam 2018-06-09 15-57-32-563

ΑΜΜΩΝΙΟΥ  – »  Λεξικόν Ομοίων  και Διαφόρων  λέξεων ».

Γελοίον=το λεγόμενον , που διαχέεται στους ακροατές χωρίς κάποια ύβρη { προσβολή}. Ευτράπελον {= το ευ τρέπεσθαι τον λόγον } : αυτό που λέγεται με σεμνότητα και χάρη.

ΤΟ ΗΔΥ

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ – » Λεξικόν κατά στοιχείον Ηλιάδος και Οδυσσείας ».

Ήδος = ωφέλημα.

 

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

Από ρ. [ ΣFΑΔ- ] η ρ. [ΑΔ- ] : ανδάνω  ,ήδομαι ,ήδος ,ηδονή ηδύς { αδύς },ήδυμος.

 

Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ Κ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] » .

Ανδάνω = αρέσκω .FέFαδα  >  ήδομαι ,ηδύς . Αυτο- Fάδης  = αυθάδης { < ήδομαι }.

 

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων Συναγωγή ».

Ήδος = ηδονή ,όφελος. Ηδύς = ευήθης { έτσι έλεγαν και τούς κουτούτσικους ,χαζοβιόληδες }.

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ρητορική τέχνη », {     }.

Οι νέοι είναι φιλογέλωτες {= αγαπούν να γελούν }.Γι αυτό είναι πειραχτήρια { ευτράπελοι }.Γιατί το πείραγμα { ευτραπελία} είναι εκλεπτυσμένη { πεπαιδευμένη } προσβολή { ύβρις }.

 

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». 

Γέλως  { < ΓΕΛ – } . Η ρίζα [ ΓΕΛ- ] απ’όπου και ο γέλως { γέλιο } φαίνεται ότι δήλωνε μάλλον λαμπρότητα προσώπου και μειδιώσα ευθυμία παρά θορυβώδη γέλωτα. Διότι από την ρ.[ ΓΕΛ –] παράγονται και οι λέξεις γαλήνη , γαληνός.

 

ΣΟΥΔΑ ή ΣΟΥ’Ι’ΔΑ  – » Λεξικόν » .

Γελοίον = το άξιον γέλωτος . Γέλοιος = ο καταγέλαστος . Γελοίος = ο γελωτοποιός.

 

ΙΩ.Σ.ΤΟΥΛΟΥΜΑΚΟΥ – » Το χιούμορ στην Αρχαία Ελλάδα »,{ σελ.32 }.

Η λέξη ‘χιούμορ’ { humour , humor  < umor } προέρχεται από την ελληνική λέξη χυμός. Χυμοί είναι τα [4] υγρά στοιχεία του ανθρωπίνου σώματος : αίμα – φλέγμα – κίτρινη χολή – μέλαινα χολή. Η υγίεια διατηρείται με την σύμμετρη μίξη αυτών ενώ αντίθετα επέρχεται η νόσος.

 

Αστείος [κυρ.] :  ο του άστεως ,ο αστός .Έπειτα ο ευγενής ,φιλόφρων , ο έχων λεπτούς τρόπους , ευφυής ,έξυπνος ,αστείος ,ευτράπελος. Σοβαρός [κυριολεκτικά ]αυτός που αποδιώκει  πτηνά ή έντομα και αποσοβεί κινδύνους με τα ..μυιοσόβητρα .Ο σοβαρός είχε μια υπερηφάνεια, υπεροψία ενίοτε και αλαζονεία ,που δεν ήταν αρεστή στους Αθηναίους αστούς ,με τους ευτράπελους τρόπους και τους αστε’ι’σμούς τους. Αλλά η λέξη αστείος -όπως αλλοιώθηκε το θετικό  νόημά της – έχει  καταλήξει να σημαίνει είτε γελωτοποιός είτε  γέλοιος  και μη.. σοβαρός. !

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».     

Τουναντίον στη λέξη  σοβαρός  αλλοιώθηκε  το πραγματικά  αρνητικό νόημά της  – σήμαινε ουσιαστικά  σοβαροφάνεια {  μεταγενέστερη λέξη } – κι  απέκτησε ειδικό θετικό  βάρος  ,που αδυνατεί να υποστηρίξει – εάν  βεβαίως  κάποιος θελήσει να  ερευνήσει την ετυμολογία της.                  bandicam 2018-06-05 19-50-59-940                                                                                OSHO                           osho

{*} ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ  – » Σφήκες », { στ.1523 }.

Κυκλοσοβέω = γυροστριφοφέρνω , γυροφέρνω ,φέρνω γυροβολιές { σε κυκλικό χορό }.

ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙA :

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ  ΒΙΒΛΙΑ , ΕΛΕΓΧΕΤΕ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ.

Ύβρις { Superbia }.

Έναν καταπληκτικό  πίνακα  ζωγραφικής  – ελαιογραφία σε ξύλο- φιλοτέχνησε  ο Ιερώνυμος  Μπός  { 1500 -52  μ. X. } ο οποίος βρίσκεται στο μουσείο Πράδο της Μαδρίτης.  Ο πίνακας ονομάζεται < Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και τα Τέσσερα Έσχατα Πράγματα > Ο Ιερ. Μπός  αποτελεί μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους μεγάλους καλλιτέχνες ,διότι  αν και έζησε και μεγαλούργησε την Αυγή των Νέων χρόνων – μια μεταβατική εποχή δηλαδή  μεταξύ  Μεσαίωνα και Αναγέννησης – δημιουργεί έργα που ξεπερνούν την εποχή του, ρίχνοντας  μια μεγαλοφυή ματιά στο μέλλον. Έργα  γεμάτα συμβολισμούς , αινίγματα , μυστήριο. Έργα που προκαλούν τον θεατή να συμμετέχει στα δρώμενα .Έργα που παγιδεύουν το βλέμμα και οξύνουν το πνεύμα. Η  κεντρική εικόνα του πίνακά  του , συμβολίζει το  Μάτι του Θεού , στην κόρη του οποίου προβάλλει η μορφή του Χριστού , μέσα από μια σαρκοφάγο.

Σάρωση_20171014 - Αντιγραφή (4)

<< CAVE  CAVE  DOMINUS VIDET >>  ή << Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά .- Μένανδρος .

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι μια ταξινόμηση των πιο σοβαρών αμαρτημάτων – τα οποία μπορεί να στερήσουν την Θεία Χάρη ,ύμφωνα με την Καθολική εκκλησία-την οποία εισήγαγε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ { 590-604 μ.Χ.}  στην εργασία του Magna Moralia.{ τίτλος -απομίμηση του  Αριστοτελικού έργου Μεγάλα Ηθικά }. Το  χείριστο  των αμαρτημάτων  ή ως μητέρα αυτών χαρακτηρίζεται  η  superbia . Tί σημαίνει  αληθώς [ ετυμολογικά ]  η λέξη   Superbia  ;  Ποία  είναι  η ακριβής  μετάφρασις  της λέξεως στα Ελληνικά ;  Συχνά  μεταφράζεται  ως  υπερηφάνεια  , αλαζονεία  ή  υπεροψία. Μπορεί να υπάρχει κι άλλο τι νόημα;                                      


                                                               <<    SUPERBIA  >>         

 In a bad sense, loftiness, haughtiness, pride, arrogance (syn.: arrogantia, insolentia, fastidium, fastus) .


ΗΕΝRICUS  STEPHANUS – » Θησαυρός της Ελληνικής γλώσσης » .

 Ύβρις  = superbia , injuria.

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Λατινο-Ελληνικόν  ».

Superbia { < superbus  <  super } = υπερηφανία , υπεροψία , γαυρότης .Μάλλον  δε {η εκ της τυραννίας , του δεσποτισμού } η υπερηνορέη .Ενίοτε δε επί καλού. Superbus = υπερήφανος , υπεροπτικός, γαύρος { όχι του Ολυμπιακού }.Επί δυνάστου = υπερήνωρ , δεσποτικός , τυραννικός , Τarquinius .

Σίγουρα θα προσέξατε , ότι  δεν υπάρχει μια  αντίστοιχη ελληνική  λέξη για την Λατινική Superbia, αλλά [4] επί κακής σημασίας μάλιστα , σπανίως  δε και επί καλής. Ενδιαφέρον  παρουσιάζει η μετάφραση { μάλλον  επί της Τυραννίας ,  επί του δεσποτισμού } ως  υπερηνορέη.  Superbus =Υπερήνωρ [ επί  δυνάστου ] , δεσποτικός , τυραννικός { ή τυρηννικός } , Tarquinius [=ο   Ταρκύνιος }.! 

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Ελληνο – Λατινικό » .

Υπερηφανία { =arrogantia }, Υπεροψία {=despicientia }, Γαυρότης { = insolentia }, ΥΠΕΡΗΝΟΡΕΗ { = tyrannicus  dominatus }.

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Λατινο-Ελληνικόν  ».

Tarquinii-orum = Ταρκυνία , πόλη της  Τυρρηνίας.  Τarquinius = ο Ταρκύνιος .

ΣΤΕΦ.ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ – »  Λεξικόν  Λατινο – Ελληνικόν  ».

Superbia { < superbus }  =1. υπερηφανία , υπεροψία , γαυρότης, υπερηνορέη 2. [ σπανίως επί  καλής σημασίας  ] η απαλότης , το θρυπτικόν .

Οι ΤΑΡΚΎΝΙΟΙ  ήσαν  μυθικοί  βασιλείς  της Ρώμης από την Ταρκυνία της Ετρουρίας. .Ο Λεύκιος Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος { Priscus } , [ 7ος π.χ, ] , ήταν γιός ενός Έλληνα από την Κόρινθο, του Δημαράτου, που είχε εγκατασταθεί στην Ταρκυνία της Ετρουρίας.  Ο Λεύκιος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος { Superbus } ,[ 6oς π.χ.} , γιός ή  εγγονός  του Πρεσβυτέρου  ήταν ο τελευταίος βασιλιάς και δικαιολόγησε  τo προσωνύμιο   Superbus { =υπερήφανος } με τις πράξεις του. Πήρε την βασιλεία αφού δολοφόνησε τον προκάτοχό του . Κατόπιν κυβέρνησε με απόλυτο δεσποτισμό , τόσον όσο να μείνει στην ιστορία  η αγριότητα και  η τρομοκρατία της βασιλείας του ,να χαρακτηριστεί δε  ως  Superbus  η  αλαζονεία  της Τυραννίας του. Οι Τυρρηνοί / τυρρανοί / Τυρσηνοί / Ετρούσκοι  / Τούσκοι  είναι πανάρχαιο Ελληνικό φύλο της μεγάλης ομοεθνίας  των Πελασγών. Ονομάζονται  δε  Τυρρηνοί  από το επάγγελμά τους , κατασκευαστές τειχών , επάλξεων , πύργων . Turris =  τύρρις , τύρσις , πύργος.{ βλ. το άρθρο  : » Ύβρις  φυτεύει τύραννον » }.

                     Lucius Tarquinius Priscus      * _ *      Lucius Tarquinius  Superbus  

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Ελληνο – Λατινικό    & »   Λατινο-Ελληνικόν  ».

Αλαζονεία = arrogantia , jactatio, venditatio , ostentatio, gloriatio.

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ  ΕΥΑΓΓ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ  -» Greek Lexicon of the Roman and Byzantine » .

Αλαζονικώς {εκ του  αλαζονικός } = arrogantly { < arrogans-ntis }.Αλαζών = Quack{ τσαρλατάνος}. Υπερηφανέω = to be arrogantly :  to scorn  {περιφρονώ } .Υπερήφανος = contemning {καταφρονώ, περιφρονώ }{***}.

ΑΝΝΗΣ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ -ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ  – » Αρχιγένεθλος  Ελληνική  γλώσσα».

Υπέρ = super  > superbus  >  superbia =  υπερηφανία.

HIERONYMUS  BOSCH  – » Superbia ».

Μία φιλάρεσκη κυρία  πιθανώς  με  ναρκισσιστική  διάθεση , θαυμάζει  το καινούργιο της καπέλο στον καθρέπτη  χωρίς να αντιλαμβάνεται , ότι τον κρατάει   ένας δαίμονας .Η ματαιοδοξία  συναντά τον  καθρέπτη ! Ως γνωστόν  το έσοπτρον { καθρέπτης } δεν λέει όλη την αλήθεια ,διότι απλώς  αντανακλά  το είδωλο του καθρεπτιζομένου ,  αυξάνοντας  ή μειώνοντας  την αυτοπεποίθηση του. Ο δαίμων εδώ δεν έχει καμμία  σχέση με τον Αρχαιοελληνικόν  Αγαθοδαίμονα.

ALAZONEIA
bandicam 2017-10-18 09-51-43-485

ΕΙΡΩΝ {υπό}   –   ΑΥΘΕΚΑΣΤΟΣ {μέσον}    –   ΑΛΑΖΩΝ {υπέρ} 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ηθικά  Ευδήμεια »  , { 1233 b – 1334 a }.

[ απόδοσις ] :<< O δε αληθής και  απλούς , τον οποίον αποκαλούν ‘‘αυθέκαστον» είναι μέσος του είρωνος  και του αλαζόνος .Διότι ο μεν ένας εν γνώσει του ψευδόμενος κατά του εαυτού του, τον εμφανίζει  χειρότερον  της πραγματικότητος ,είναι  είρων. Ο δε άλλος , που κατά τον ίδιον τρόπο τον εμφανίζει  καλλίτερον , είναι αλαζών. Όποιος όμως τον εμφανίζει  όπως έχει στην πραγματικότητα , είναι αληθής και κατά τον Όμηρον λέγεται ‘πεπνυμένος» { < πέπνυμαι < πνέω   = εμπνευσμένος , φρόνιμος ,συνετός , νοήμων }.Και γενικά ο μεν είναι φιλαλήθης , οι δε  φιλοψευδείς . >>

I. ΑΛΑΖΩΝ  

Ι.ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ  – » Ομηρικόν Λεξικόν ».

Αλάομαι  { < αλάεο- αλώ  } =περιφέρομαι , περιπλανώμαι. Αλαλήμενος {  α –λαλήμενος , αυτός που περιφέρεται ανά την χώρα  , που  περιπλανάται  ευρισκόμενος σε  άλη  { όχι  αυτός που λαλεί και κακαρίζει}.

THOMAS  GAISFORD  -» Etymologicon  Magnum Lexicon ».

Αλαζών = ο απατεώνας και καυχησιάρης , αυτός που βρίσκεται σε άλη και περιπλάνηση και ζων  περιφερόμενος , χωρίς να ασκεί επάγγελμα ,αλλά [ζων] από απάτες και καυχησιολογεί μιλώντας  υπέρ το δέον  για τον εαυτό του .Ενάντιος [ αντίθετος } του αλαζόνος είναι ο είρωνας .

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

Αλαζών  { <  άλη } = 1.ο ζών σε άλη , ο περιπλανώμενος 2. ο πλανώμενος , ο αγύρτης 3. ο ψευδοκομπαστής , απατεών 3.[ επίθ] : απατεών , μεγαλαυχών , κομπορρήμων { Λατ. gloriosus }. Αλαζονο-χαυνο-φλύαρος = κομπορρήμων , φλύαρος ,μάταιος. Αλαζονεία = Ματαιοδοξία , κομπασμός , αγυρτεία.

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Λατινο-Ελληνικόν  ».

Gloriosus-a-um { < gloria-ae } =1.  ευκλεής , ένδοξος, λαμπρός. 2.αλαζονικός , μεγαλαυχής , κομπαστής.

Γ.ΛΑΘΥΡΗ – » ΣΠΕΥΣΙΠΠΟΥ  ΟΡΟΙ ».

Αλαζονεία = έξις προσποιητική  αγαθού ή αγαθών των μη υπαρχόντων .

ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ – » Λεξικόν ».

Άλαζα  = αισχρά .Αλαζών = Υπερήφανος . Ψεύστης .  από άλης ζών , ό εστιν  άλας.

ΣΟΥ’Ί’ΔΑ ή ΣΟΥΔΑ – » Λεξικόν ».

Αλαζονεία = υπερηφανία .Αλαζών  = πλάνος, υπερήφανος , ψευδής ,παρά τω εν άλη ζην .Αλαζονοχαυνοφλύαρος= ο μέθυσος και λήρος . Ιδίως αλαζόνες καλούσαν  τους ψεύτες .Αλαζών , ο αλώμενος.

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων  συναγωγή ».

Αλαζών = ο υπερήφανος. Κυρίως δε ο  απατεών. 

ΠΛΑΤΩΝΟΣ  – » Φαίδρος ».   { 253 e }.

< εταίρος της  ύβρεως  και της αλαζονείας > = < σύντροφος της  αυθαδείας και της αλαζονείας >. [ διακρίνει σαφώς  ο Πλάτων την έννοια της αλαζονείας από την έννοια της ύβρεως ].

ΑΝΘ.ΓΑΖΗ   –  »  Λεξικόν της  Ελληνικής γλώσσης » .

Αλαζονεία = τρελο-υπερηφάνεια { =πλαστή και ματαία  υπερηφάνεια.}

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν  της  Ελληνικής  γλώσσης ».

Αλαζονεία = ψευτουπερηφάνεια .Προσποίησις δυνάμεως ων τις ου δύναται ποιείν .[- Ποιος παρέχει πολύ μεγάλη αλαζονεία στους  άνθρώπους ; – Οι μάντεις ]. Αλαζών = ο εν άλη ζων , φαντασμένος , καυχησιάρης, λαφαζάνης .Ψευδολόγος , απατεών , αγύρτης, ψευδοπροφήτης.

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ  – » Μέγα  Λεξικόν   της Ελληνικής  γλώσσης ».

Αλαζόνας = επηρμένος , υπερήφανος. Αλαζονεία  = ο κομπασμός γι’ ανύπαρκτον  ή εξογκωμένον αγαθόν, η μεγαλαυχία.

II. ΑΥΘΕΚΑΣΤΟΣ

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ  – » Μέγα  Λεξικόν   της Ελληνικής  γλώσσης ».

Αυθέκαστος { αυτός + έκαστος }= ο λέγων τα πράγματα αυτά καθ’ εαυτά έκαστα., » ορθά κοφτά » συνεπώς ειλικρινής ,ανυπόκριτος. 

LIDDELL & SCOTT – » Μέγα λεξικόν  της  Ελληνικής γλώσσης ».

Αυθέκαστος =1] ο λέγων τα πράγματα αυτά καθ’ εαυτά έκαστα., » ορθά κοφτά »  2]– επί λόγων , ακόμψευτος , σαφής, αληθής.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ  ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΩΣ  – » Περί συνθέσεως ονομάτων ».{ 22 }

Αυθέκαστος = ειλικρινής.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ηθικά  Νικομάχεια », { Δ’- 1127 a }.

Από  τη μια ,ο αλαζόνας  θέλει να φαίνεται ότι έχει  ιδιότητες τιμητικές, που δίνουν στον άνθρωπο αξία και  καλό όνομα , οι οποίες  όμως  ή  δεν υπάρχουν ή  είναι μεγαλύτερες  των πραγματικών .Ο είρωνας , από την άλλη, αρνείται ότι έχει αυτά που έχει, ή μειώνει την αξία τους·  Ο μέσος τύπος όμως ,αυτός που είναι  ανυπόκριτος και ειλικρινής άνθρωπος με συμφωνία λόγων και έργων , ομολογεί τα  υπάρχοντα προσόντα του , όπως πραγματικά είναι , ούτε μικρότερα ούτε μεγαλύτερα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ  -» Greek Lexicon of the Roman and Byzantine ».

Aνυπόκριτος ,η  { < αν + υποκρίνομαι } =2. un-feigned {= απροσποίητος }, un-disguised { = αμεταμφίεστος , μη παραποιημένος ,μη  κρυπτόμενος }, sincere {=ειλικρινής}.

III. ΕΙΡΩΝ  

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

Είρων :  a}.ο λέγων κάτι χωρίς πραγματικά να το σκέφτεται  b}. ο μετερχόμενος  τεχνάσματα , ο πλανών [Λατ. erro ].

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Λατινο-Ελληνικόν  ».

1.Erro { <  έρρω }= πλανώμαι , αποπλανώμαι της οδού  2. Erro = πλάνης , αλήτης. Error = πλάνη , αποπλάνηση.

ΕΚΔ.ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ  – »Αγγλο -Ελληνικό  λεξικό ».

Error  = λάθος , σφάλμα , πλάνη.

LIDDELL & SCOTT – » Μέγα λεξικόν  της  Ελληνικής γλώσσης ».

Έρρω  { ρ. * FΕΡΡ – } = πορεύομαι βραδέως και μετά κόπου , μόλις δύναμαι να περιπατήσω δια χωλότητα { Ήφαιστος }.

Δ.Π.ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ  &  ΕΛ. ΛΑΔΙΑ  – »ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ » ,  » Εις  Ερμήν », { 258-259 }.

Ερρήσεις { μελλ. του  Έρρω } = θα πλανιέσαι.

ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ – » Λεξικόν ».

Είρων  = ο άλλα μεν φρονών,  άλλα  δε λέγων. 2. ο  προσποιητός, μη  αληθεύων , αργός , αλαζών. Ειρωνεία = κολακεία , ψευδολογία , υπόκρισις, απάτη , χλεύη .

ΣΟΥ’Ί’ΔΑ ή ΣΟΥΔΑ – » Λεξικόν ».

Είρων { παρά το είρω = λέγω } , ο  πάντα παίζων  και  διαχλευάζων. Αλαζών= ο υπερήφανος . Ειρωνεία = χλεύη ή υπόκρισις .Διαιρείται σε [4] είδη : 1] Χλεύη 2] Μυκτηρισμός 3] Σαρκασμός 4] Αστε’ι’σμός.

ΑΝΝΗΣ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ -ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ  – » Ο εν τη λέξει Λόγος ».

Ειρωνεία  :

α]. προσποιητή άγνοια { Σωκρατική ειρωνεία }

β]. σαρκασμός μετά λεπτότητος .

ΕΙΔΗ  ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ :

1. Αστε’ι’σμός = αστείος , ο ευγενής και ευφυής κάτοικος του άστεως . Αγροίκος = ο άνθρωπος των αγρών

2. Μυκτηρισμός = ο δια των μυκτήρων { ρουθούνια }

3.Σαρκασμός = σκληρός  γέλως αποκαλύπτων τους οδόντας , σαν σαρκοβόρο ζώο

4. Χλευασμός = λόγος μετά μειδιάματος  προφερόμενος.

THOMAS  GAISFORD  -» Etymologicon  Magnum Lexicon ».

Είρων { παρά το είρω= λέγω } =ο απατεών , ο δια λόγου παραλογιζόμενος , ο άλλα μεν φρονών ,άλλα δε λέγων. Διαφέρει το είρω { με δασεία } από το είρω { με ψιλή }.

Ι. ΖΩΝΑΡΑ  – »  Λεξικόν » .

Είρων  { παρά το είρω = λέγω } = ο απατεών , ο κόλαξ. Ειρωνεία =κολακία , χλεύη ή υπόκρισις. Έξις ψευδής αρνούμενη τα καλά προσόντα ,ου χάριν αρετής.

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν  της  Ελληνικής  γλώσσης ».

Είρων =ο προσποιούμενος άγνοιαν εν τω ομιλείν , δόλιος , ύπουλος. Ειρωνεία =προσποίησις αγνοίας εις την ομιλίαν { ή δια πονηρίαν  ή  δι’ αστειότητα}.

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ  – » Μέγα  Λεξικόν   της Ελληνικής  γλώσσης ».

Ειρωνεία  το αντίθετον της αλαζονείας .Η αλαζονεία έχει πιστόν σύντροφον την μωρίαν. Ειρωνεία  { στη μουσική }, το να  μην  αποδίδεις  τον κατάλληλον  ήχο.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ηθικά  Νικομάχεια » , [ Δ’ -1127  b }, { αρχ.κείμενο }.

<<   αυτού του χαρακτήρα ο άνθρωπος { φιλαλήθης } έχει μεγαλύτερη κλίση να εμφανίζει την αξία του εαυτού του σε μικρότερο βαθμό, από ότι είναι στην πραγματικότητα.>>… << Ο άνθρωπος  ο οποίος προφασίζεται άνευ λόγου και αιτίας , ότι  έχει μεγαλύτερα προτερήματα απ’ ότι  πράγματι έχει [ αλαζόνας ] , φαίνεται μάλλον ανόητος παρά κακός >>  …<<  οι είρωνες αποδίδουν στους εαυτούς τους λιγότερα προτερήματα απ’όσα πράγματι έχουν  , διότι θέλουν να αποφύγουν τις την επίδειξη, γι ‘αυτό όπως ο Σωκράτης αποποιούνται τις τιμητικές διακρίσεις. Όσοι  όμως αποποιούνται και τις μικρές και φανερές διακρίσεις , λέγονται βαυκοπανούργοι { υποκρινόμενοι αγύρτες } >>.. << διότι πράγματι ο αλαζών είναι χειρότερος από τον είρωνα.>>

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ηθικά  Νικομάχεια » , [ Δ’ -1127  b },{ απόδοση }

xerxes

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ  – » Χαρακτήρες ».

Αλαζονεία θα  φανεί  ότι είναι η προσποίηση ανυπάρκτων αγαθων.

ΝΤΑΝΤΕ  ΑΛΙΓΚΙΕΡΙ  –  » Η  Θεία Κωμωδία », { Α’ ΚΟΛΑΣΗ }.

Ο Ντάντε ακολουθεί πιστά τα << Ηθικά>> του Αριστοτέλη ,δασκάλου του στη φιλοσοφία , που θεωρεί ότι δύο είναι οι αιτίες της αμαρτίας : η έλλειψη εγκράτειας  και η κακία.

imagesF0857ZU0

mosaic in Basilique Notre Dame de Fourviere                                                                                  

                                                        [  ΛΑΤΙΝΙΚΑ  ]   bandicam 2017-10-21 21-07-33-370                                                            [ ΑΓΓΛΙΚΑ ] Σάρωση_20171017 (3) 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Των  περί τα ζώα ιστοριών »  , βιβλ.  Θ [Ι], { 615 b }.

Η ύβρις μοιάζει ή  είναι το ίδιο  με  το πτηνό  πτύγξ .Επειδή δεν βλέπει καλά την ημέρα κυνηγάει την νύχτα όπως οι αετοί.Με τον αετό δίνει τόσο σφοδρές μάχες, που πολλές φορές πιάνονται κι οι δυο από τους βοσκούς… Ύβρις όνομα και πράμα.!

ΓΛΑΥΞ   :ΒΥΑΣ , ΜΠΟΥΦΟΣ  { bubo }, ΥΒΡΙΣ , ΠΤΥΓΞ , ΩΤΟΣ { γούτος, γούπος  }.

                                                                                                                                                               Διαφέρει  ο  υπερήνωρ  από  τον υπερήφανον.

{* }Υπερηνορέων  { υπέρ+ ηνορέη < ανήρ }, – Υπερηφανέων { υπέρ + φαίνομαι } .   Υπερήνωρ  {Αγήνωρ = άγαν  + ήνωρ < ανήρ = πολύ  άνδρας , ‘υπεράνδρας’ }. Η  προερχομένη εκ δεσποτικής εξουσίας και μάλιστα  Τυραννικής , αλαζονεία ή και η περιφρόνηση.




{**} : Η υπερηφάνεια , υπερηφανία  ΔΕΝ έχει πάντοτε κακή  σημασία. Ενίοτε έχει και καλή .Ο αλαζόνας  ουδέποτε έχει καλή σημασία. Μόνο αρνητική και κακή. << η αλαζονεία έχει πιστόν σύντροφο την μωρίαν >> .

{ ***}: Η περιφρόνηση  και η καταφρόνηση  είναι  ένα είδος ολιγωρίας { ολίγη + ώρα = φροντίδα }όπως  και η ύβρις .

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ   – » Ρητορική  τέχνη », { 1378 b }.

Είδη της ολιγωρίας [ περιφρόνησις ] : 1. Καταφρόνησις    2.Επηρεασμός   3.Ύβρις .

Σάρωση_20171022 (5)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : 

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ  ΒΙΒΛΙΑ  ,  ΕΛΕΓΧΕΤΕ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ .

Ύβρις δε πολυώνυμον.

Βρίζω  στην σημερινή εποχή  σημαίνει εκτοξεύω απρεπείς χαρακτηρισμούς εναντίον κάποιου , βλαστημώ { έχει σχέση με την προσβολή ιερών ,λατρευτικών συμβόλων }, βωμολοχώ { αυτός που ελλοχεύει στους βωμούς }, περιυβρίζω { νεκρούς ,αρχές κτλ. } , υβρίζω  .Είχε όμως  το ίδιο νόημα και στο παρελθόν  ;

ΑΚΑΔΗΜΙΑ  ΑΘΗΝΩΝ  – » Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας ».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νοηματική προσέγγιση  του βρίζω στην  φράση :  βρίζω / χέζω πατόκορφα {sic } βλ. πατόκορφα .Γιατί δηλαδή <> μόνο  ; Το ρήμα  <> δεν παρουσιάζει τινά ενδιαφέρον ; Απορώ και  εξίσταμαι …{ βρίζω < βρίζω μεσν }

Βρισιά  στη σημερινή εποχή σημαίνει λέξεις ή φράσεις που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη κάποιου .Είχε όμως  την αυτή έννοια  στο παρελθόν ;

ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΝ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ – » Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ».

Υβρίζω  >  υβρισία  >  Βρισιά.

Τι είναι όμως η * ύβρις  και ποια η σχέση της με την αλαζονεία ;  Διότι απαντήσεις για το ποιόν της Ύβρεως  και για το ετυμολογικό της  παρελθόν δεν μας  παρέχουν  τα σύγχρονα μεγάλα {!} λεξικά .Όμως ‘ Αρχή Παιδεύσεως η των Ονομάτων Επίσκεψις ‘- { ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ }.

HIERONYMUS  BOSCH  – » Θείο Βρέφος  με «, { 1500 }.

Σάρωση_20170928                                                                                                                                                          Ι.ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ  – » Λεξικόν  Ομηρικόν  ».

Ύβρις ,  { συγγ.της ΥΠΕΡ } ,υπερ-οψία  , αυθαιρεσία ,αυθάδεια  προερχομένη  ή από την συναίσθηση της υπεροχής των δυνάμεων μας  ή  από τον πλεονασμό των σαρκικών επιθυμιών μας. Συνδυάζεται με την Βία ,όθεν κακοπραγία , βιαιοπραγία.

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων  συναγωγή ».                                                                                                      Ύβρις :  η  αικία =βάσανος, κακοποίηση με πληγές  μετά α] προπηλακισμού { προ+πηλός}=πετάω λάσπη,ονειδίζω και  β] επηρείας{ επί + αρειά/ αρά }=χλευασμός, φοβέρες.

ΑΜΜΩΝΙΟΥ – » Λεξικόν  Ομοίων  και  Διαφόρων  λέξεων ».

Αικία  , Προπηλακισμός  και Ύβρις  διαφέρουν.

ΣΟΥ’Ί’ΔΑ ή ΣΟΥΔΑ – » Λεξικόν ».

Ύβρις  , υπόβαρίς τις ούσα ή παρά το ύειν  βάρος . Δια της ύβρεως  ανανεούται ο τύραννος .

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ  – »Οιδίπους  Τύραννος », { στ.873-879 }.

Ύβρις φυτεύει τύραννον = Η αλαζονεία γεννά τον τύραννο.

ΔΩΡΙΚΟΥ , ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] ».

Υπέρ >  super { s = δασεία + υπέρ }.

LIDDELL & SCOTT – » Μέγα λεξικόν  της  Ελληνικής γλώσσης ».

Υπέρ / υπείρ / ούπερ —> super . Ύβρις =αυθάδης βία  πηγάζουσα εξ υπεβολικής συναισθήσεως δυνάμεως ή εκ πάθους .

ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ  – ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ  –<< Ο εν τη λέξει Λόγος >>.

Υπέρ —>  ύπερις  —->  ύπρις  —>  ύβρις. Η ύβρις παράγεται από την πρόθεση υπέρ γιατί υπερβαίνει το μέτρο. Καλείται και  Υπερβασία  ή  υπερβολία.

ΓΡ.ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ – » Λεξικόν Ερμηνευτικόν ».

Ύβρις { υπέρ , superbia } = η υπέρβασις του ορθού μέτρου.

ΠΛΑΤΩΝΟΣ  – » Φαίδρος », { 238 a }.

Ύβρις δε δη ΠΟΛΥΏΝΥΜΟΝ -πολυμελές  γαρ και πολυμερές  = Η  ύβρις όμως έχει πολλά ονόματα , διότι έχει πολλά μέλη  και  πολλά μέρη.Και από τις μορφές της ύβρεως , αν κάποια τύχει και επικρατήσει σ’έναν  άνθρωπο ,παρέχει σε αυτόν το όνομά  της , το οποίο δεν είναι ούτε καλό  ούτε επάξιο για αυτόν που το απέκτησε.

CARAVACCIO  – » Medusa », { 1597 }.

Σάρωση_20170926 (7)

EΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λεξικό  Ελληνο-Λατινικό » .

Supra /  super  >   Superbia= ύβρις , arrogantia= αλαζονεία , supercillium = υπεροψία , injuria =αδικία , convicium = λοιδορία .

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ – » Περί Αρετών και Κακιών », { 1249 b }.

Το τριμερές της ψυχής.

Σάρωση_20170917 (7)

ΣΤΟΒΑΙΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ – » Περί Αρετής», [64. Μετώπου Πυθαγορείου Μεταποντίνου ].

Το  διμερές της  ψυχής.

Σάρωση_20170926 (6)

HNIOXOΣ-ΑΡΜΑ ΨΥΧΗΣ-ΛΕΥΚΟΣ &ΜΕΛΑΣ ΙΠΠΟΣ

Ύβρις  είναι το υπέρ. Όλα τα  υπέρ {super } είναι ύβρεις. Όλα τα υβρίδια είναι μικρές ύβρεις , διότι  υπερβαίνουν το μέτρο Επειδή  δε < η ύβρις  είναι πολυώνυμον >  θα εξετάσουμε ενδεικτικά   τέσσερις περιπτώσεις υπερβάσεως του μέτρου και τα ονόματα που προκύπτουν ανάλογα με το ποιόν της  υπερβολής.

1.ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ  

ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ  – » Θεογνίδεια »,{ 378-380 }.

Σωφροσύνη = σύνεσις ;  Όχι , διότι  η  σωφροσύνη είναι  αρετή του επιθυμητικού . Η σύνεσις  [= ικανότης κατά το μανθάνειν } είναι αρετή του Λογιστικού .Ύβρις = αφροσύνη ; Όχι , διότι η αφροσύνη είναι κακία  του Λογιστικού και το Λογιστικόν δεν έχει μέτρον / μέσον .Άρα δεν υπάρχει και ύβρις , διότι  ύβρις είναι  η  υπερβολή του μέτρου στις ηθικές Αρετές .

Η  σωφροσύνη είναι το μέσον ανάμεσα σε αναισθησία  και  ακολασία.

bandicam 2017-09-22 16-42-00-304

ΘΕΟΓΝΗ – »Ελεγείες »,{ στ. 378-380 }.

H  σωφροσύνη είναι το αντίθετον της ύβρεως  , όπως προελέχθη , διότι είναι αντίστοιχα αρετή και κακία του επιθυμητικού { βουλητικού }.Η φρόνησις είναι αρετή του Λογιστικού μέρους της ψυχής. Άρα <<.. είτε στη σωφροσύνη είτε στην ύβρη στρέψει ο νούς …>>

ΠΛΑΤΩΝΟΣ  – » Φαίδρος », { 238 a }.

Της επιθυμίας λέγεται , υπάρχουν δύο είδη .Πρώτον η έμφυτος επιθυμία των ηδονών και δεύτερον η επίκτητος επιθυμία η επί τη βάσει της λογικής διαμορφουμένη  τάσις  προς το άριστον .Η πρώτη ,η αλόγιστος μορφή προς την ηδονή { φαύλες ηδονές } , λέγεται ακολασία .Η δευτέρα ροπή , η υπό του λογικού κατευθυνόμενη τάσις του ανθρώπου προς το άριστον ,λέγεται σωφροσύνη.

Σάρωση_20170927 (2)

SALVADOR  DALI  – » The Enigma of My Desire» , { 1929 }.

Σάρωση_20170928 (2)                                                                                                                                                                     2.ΑΔΙΚΙΑ  

Γ.ΛΑΘΥΡΗ – » ΣΠΕΥΣΙΠΠΟΥ  ΟΡΟΙ » .

Ύβρις = αδικία , που οδηγεί στην ατιμία.

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Περί Αρετών και Κακιών », { 1251 a }.

Υπάρχουν τρία είδη αδικίας : η ασέβεια , η πλεονεξία και η ύβρις. Ύβρις είναι να επιδιώκει κάποιος τις ηδονές ,σε βάρος των άλλων  οδηγώντας τους  σε ατιμία {όνειδος}.

Σάρωση_20170922 (13)                                                                                                                                                                                MICHELANGELO  – »  Last Judgment », Sistine Chapel, { 1534-1541}.

Σάρωση_20170923 (6)

3. ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ  

Inkedbandicam 2017-09-26 16-40-09-916_LI

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  -» Ηθικά Ευδήμεια ‘ ,{ 1221 a }.

Η αλήθεια είναι το μέσον  μεταξύ των δύο άκρων { μιας υπερβολής  και μιας ελλείψεως } , της ειρωνείας { είρων, ο προσποιούμενος ότι έχει λιγότερα απ’όσα έχει }και της αλαζονείας { αλαζών , ο προσποιούμενος ότι έχει περισσότερα απ’ όσα έχει}.

HIERONYMUS  BOSCH  – » Παράδεισος και Κόλαση », { 1490 }.                                                                  Σάρωση_20170923 (7)

                                                                

4. ΟΛΙΓΩΡΙΑ    

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ – » Ρητορική Τέχνη », { 1378 b}.

Τρία είναι  τα είδη της ολιγωρίας { ολίγη +ώρα =φροντίδα } : η καταφρόνησις , ο επηρεασμός και η ύβρις .Ύβρις εστί  το βλάπτειν {= το να βλάπτει } και λυπείν {= το να λυπεί  κάποιος  τον άλλο ] με πράγματα για τα οποία  αισχύνεται αυτός που τα υφίσταται.

Σάρωση_20170921

ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ  – »Ελεγείες » , {στ. 153-154 }.

Τίκτει κόρος ύβριν = ο κορεσμός γεννά ύβριν .

Σαπφώ Νοταρά – » τι να τα κάνεις τα λεφτά βλάχος άνθρωπος ; »

Όλες οι τραγωδίες του Αρχαίου Ελληνικού θεάτρου στηρίζονται σε αυτό το τρίπτυχο : bandicam 2017-09-23 18-43-13-938

12522982_660175497418316_5723917906117191523_n

ΑΠ.ΤΖΑΦΕΡΟΠΟΥΛΟΣ -»Ετυμολογικές και Σημασιολογικές ανιχνεύσεις»,{ σελ. 305-306 }.

H Ύβρις {υπέρ} =η υπέρβασις των νόμων και του φυσικού δικαίου. Αντίθετον η ευνομία.

Η Νέμεσις { αυτή που νέμει , διανέμει το δίκαιον } δηλώνει το νεμεσάν , την δίκαιη αγανάκτηση και οργή.

Η Άτη { αάω ,Ατέων = παράφρων }, η σύγχυσις φρενών, η φρενοβλάβεια , η ορμή από πλάνη.

ΑΙΣΧΥΛΟΥ  – » Πέρσες », { στ.820-822 }.

Ύβρις γάρ εξανθούσ’ εκάρπωσεν στάχυν άτης= όταν ανθίσει η υπεροψία { ύβρις } μεστώνει της καταστροφής { άτη } το στάχυ.

ΑΙΣΧΥΛΟΥ  – » Αγαμέμνων », { στρ. δ’- 740 }.

Ύβρις , Θράσος , Άτα.

ΣΩΚΡ.ΤΖΙΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – » Λεξικόν Ελληνικών και Ρωμα’ι’κών  Αρχαιοτήτων ».

Ύβρεως  γραφή .Η καταγγελία  επί ακολάστων και επονειδίστων ύβρεων [ δι’ αισχρουργία ή δι’ επιθέσεως  και πληγών }.

Ι.ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ  – » Λεξικόν  Ομηρικόν  ».

Το {υ}βρίζω στην καθομιλουμένη περιορίστηκε στην ατίμωση δια των λόγων .Βρισιά = λοιδορία.

M.C.ESCHER  – » Relativity », { 1953 }.

Σάρωση_20170923 (8)

*ΥΒΡΙΣ  και ΥΒΡΗ  διαφέρουν.

Ύβρις = αφηρημένο ουσιαστικό , η ιδέα . Κατάληξη -ις { ις-ινός = η δύναμις  να.. , η ικανότης  να .. }.

Ύβρη =συγκεκριμένο ουσιαστικό .Κατάληξη { ος-η-ον = αυτός , αυτή , αυτό }.

ΠΙΝΑΞ  ΗΘΙΚΩΝ ΑΡΕΤΩΝ { 14 }.bandicam 2017-09-27 14-20-00-849

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : 

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ  ΒΙΒΛΙΑ   –   ΕΛΕΓΧΕΤΕ  ΤΙΣ  ΠΗΓΕΣ.