Fake news ήταν η < λέξη> της χρονιάς που πέρασε σύμφωνα με το έγκυρο λεξικό Collins .Ο ορισμός που δίνει το λεξικό για το fake news είναι: «ψευδείς, συχνά εντυπωσιακές, πληροφορίες που διαδίδονται υπό το πρόσχημα της είδησης». < «Fake news»: Λέξη της χρονιάς σύμφωνα με το λεξικό Κόλινς > Claire Fallon :< < Where Does The Term ‘Fake News’ Come From? The 1890s . > > H λέξη fake χρησιμοποιήθηκε για λίγο ως επίθετο πριν από το τέλος του 18ου αι. H λέξη false χρησιμοποιήθηκε από τους Αγγλόφωνους ως προφανή εναλλακτική λύση αντί του fake πριν από το τέλος του 19ου αι.
1. » FAKE {news] » & » FALSE {news} » . Ετυμολογική έρευνα ή μάλλον ακριβής προέλευση της λέξεως ‘‘fake» δεν καθίσταται δυνατή διότι η λέξη δεν έχει λατινική [ εμφανή ] ρίζα.Συνεπώς τον χώρο της επιστήμης με τις αποδεικτικές μεθόδους της καταλαμβάνει η φαντασία με τις επίπλαστες υποθέσεις της { όπως η υπόθεση περί »Ινδοευρωπαικού» λαού και ινδο-ευρωπα’ι’κές γλώσσας }. MERRIAM-WEBSTER – » Collegiate Dictionary ». Fake : origin unknown.
‘Fake’ Etymology: The Story Behind One of the Dictionary’s Most Intriguing Words W0RDREFERENCE .com Fake : απομίμηση , πλαστογράφημα [ μα’ι’μού ] ,απατεώνας, ψεύτικος ,παιγνίδι ,απάτη , κίβδηλος , προσποίηση .
ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ [εκδ.] – »Αγγλο-Ελληνικό Λεξικό ». False : Ψεύτικος , ψευδής , αναληθής 2.Πλαστός , πλαστογραφημένος, κίβδηλος, παραποιημένος , παραχαραγμένος 3.Απατηλός , πλάνος ,παραπλανητικός 4.Ανακριβής , εσφαλμένος, σφαλερός 5.Δόλιος ,άπιστος, ύπουλος , προδοτικός, ψεύτης . 6.Κακόηχος , φάλτσος.
ΣΤΕΦ.ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ – » Λεξικόν Λατινο-ελληνικόν » Falso =νοθεύω , κιβδηλεύω κάτι. Falsus < Fallo.
ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ – » Λεξικό Λατινο-Ελληνικόν ». Fallax = Φήληξ . Fallo =σφάλλω ,ψεύδω ,απατώ,εξαπατώ. 2.λανθάνω ,3.απατώ τι 4.υποκρίνομαι , προσποιούμαι.
ΑΧ.ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΥ – » Γραμματική της Λατινικής γλώσσης ». Falno > Fallo -fefelli – falsum – fallere
ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ -ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – » Αρχιγένεθλος Ελληνική γλώσσα». Σφάλλω > fallo .
Σφάλλω > Falsi-fico , Fallo .
ΑΙΣΧΥΛΟΥ – » Αγαμέμνων » , { στ.470 } Φήλωσε { φηλόω } = πλάνεψε ,εξαπάτησε.
J.B.HOFMANN – » Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής ». Φήληξ = άγριον σύκον , το οποίο φαίνεται ώριμο ενώ δεν είναι .Φήλος = απατηλός , απατεών , πανούργος. Φαλόω ή Φηλόω = απατώ , εξαπατώ.
OΡΝΟΣ ή ΟΡΝΙΟΣ { = άγριο σύκο = αρσενικό σύκο } . ΦΗΛΗΞ {=άγριο σύκο . μονίμως ανώριμο }.
Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ». Φήλος { και όχι Φηλός } = απατηλός , απατών , πανούργος.
Α.Π.Θ {Ιδρ. Μαν.Τριανταφυλλίδη} – » Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ». Φάλτσος [ < φάλσος < falsus ] = τραγουδιστής ή μουσικός που κάνει σφάλματα κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού. 2.Λοξός , στραβός .
ΕΥ.ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΑΠΕΡΓΗ & Χ.ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ – » Βασικό λεξικό Ξένων λέξεων της Νέας Ελληνικής ». Φάλτσος.
Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ – » Ετυμολογικό λεξικό της Νέας Ελληνικής ‘. Φαλιρίζω {=πτωχεύω ,χρεωκοπώ } < Φαλίρω < Fallire < fallere { < Φηλόω-ώ }.
ΔΑΜ.ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗ – » Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής ». Σφάλλω = κάνω κάτι να πέσει ,καταρρίπτω .Φάλτσος = λοξός ,στραβός. Φαλτσέτα = ξυράφι υποδημάτων που κόβει λοξά, στραβά. Φηλός = απατηλός .Φηλόω ή φαλόω = εξαπατώ.
Ι.ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ – » Λεξικόν Ομηρικόν ». Σφάλλω { συγγ, του Λατ. fallo } = κλονώ , κλονίζω , κάνω κάποιον να πέσει , πεδικλώνω { ιδίως επί των παλαιστών }, καταβάλλω , ρίχνω κάτω.
ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ – » Λεξικόν ». Σφάλλειν = κλίνειν , καταβάλλειν , αμαρτάνειν. Σφάλμα = αμάρτημα, αποτυχία.
ΦΩΤΙΟΥ – » Λέξεων Συναγωγή ». Σφαλείς = ο αποτυχών.
Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ». Σφάλλω : Σφάλμα , σφαλερός , ασφαλής , ασφάλεια ,σφηλός ,ερίσφηλος. Το [σ ] εξέπεσε στα φηλός , φηλητής , φηλόω. Το [σ] προσετίθετο εις τας αρχομένας λέξεις από [ κ ] ‘η [ φ ].Π.χ. σφάλλω – fallo. fallax ,fall.
2. NEWS . Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ & Κ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το δίγαμμα [ F ] ». ρ.{ ΝEF- } —> ΝέFος > Νέος , ΝεFαρός > Νεαρός . Λατ. Novo.
LIDDELL & SCOTT – » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». Aπό την ρ.[ NEF-] : νέος , νειός , νεαρός ,νεανίας ,νεοσσός [=νέα + όσσα ] ,νεωστί ,νέαιρα. Λατ. Novus . NεFρός > νεβρός.
ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ – » Λεξικό Λατινο-Ελληνικόν ». Novus -a -um =νέος , αήθης , θαυμαστός.
ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ – ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – » Ο εν τη λέξει Λόγος ». ΝέFος > Νέος > Νovus.
Νews = ειδήσεις ; Προσέξτε την φράση » ψεύτικες ειδήσεις », μετάφραση της φράσεως »fake news ». Μεταφράζεται το ‘‘news » σαν ειδήσεις . Πιστή βεβαίως μετάφραση είναι το » ψεύτικα νέα » { δύο επίθετα ! } .Είναι όμως τα νέα ,ειδήσεις ; Ασφαλώς όχι. Οι ειδήσεις χρειάζονται ειδήμονες, δηλ. γνώστες. Δεν είναι όλα τα νέα, τα φρέσκα γεγονότα ή όλες οι πληροφορίες ,ειδήσεις . Στην πραγματικότητα η ολοκληρωμένη φράση θα ήταν » Νέες ειδήσεις » .Έφυγαν οι ειδήσεις και οι νέες έγιναν »Τα νέα » ή σκέτα » νέα». Το επίθετο νέος -α-ο αντικατέστησε το ουσιαστικό ειδήσεις και κατέχει θέση ουσιαστικού. Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ». { Fίδω } > Eίδω : α] οράω -ώ β] οίδα .Διότι γνωρίζει κάποιος βεβαίως ,ό,τι έχει δει.
Είδηση και πληροφορία. ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». Πληροφορώ { πλήρως + φορώ { φέρω } = πείθω εντελώς , γεμίζω τον νούν κάποιου.Κατά λέξιν , επήρα πλήρως το μέτρο. Πληροφόρησις = το πληροφορείν , πλήρωσις. Πληροφορία = πλήρης πεποίθηση , εντελής αποδοχή , βεβαιότητα.
Καλή χρονιά και προσοχή στους FAKE Άγιο -Βασίληδες. !
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :
ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΒΙΒΛΙΑ , ΕΛΕΓΧΕΤΕ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ.