Θρέψω ή Δρέψω ;

Ένα λάθος του πρωθυπουργού  κατά την ομιλία του με τον  Ντ. Τουσκ   ήταν αρκετό , για όσους γνωρίζουν  επαρκώς  την ελληνική , να επιφέρει αρνητικές αντιδράσεις  και  εύκολη  απαξίωση. Το λάθος  όμως  δεν  εντοπίζεται μόνο στον κ. Τσίπρα . Πρώτα  φταίει ο λογογράφος  γιατί δεν έχει και τις καλλίτερες  σχέσεις με τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας , όπως  οι περισσότεροι  Νεοέλληνες λογογράφοι  άλλωστε. Το δεύτερο  λάθος  εντοπίζεται   στον  διαχειριστή  [ ενίοτε  και αντιγραφέα] της επίσημης  πρωθυπουργικής  ιστοσελίδας , όπου  αναπαραγάγει το κείμενο. Ο πρωθυπουργός   δεν είναι  ούτε  ο αναμάρτητος  ούτε ο μέγας  αμαρτωλός [ ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον]   Κοινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κ. Ντ. Τουσκ   Το σωστό  είναι ‘να δρέψει τους καρπούς’ και όχι ‘να θρέψει τους καρπούς’.  Ποία  είναι  όμως  η σχέση του ‘δρέψω‘ με το θρέψω ;   

Το  πραγματικό  ενδιαφέρον  δεν είναι η καταγραφή λαθών { λαθοθηρία }, ανθρώπινα τα λάθη άλλωστε ,  αλλά  το γιατί αυτό είναι λάθος  και  γιατί το άλλο είναι σωστό .Σημασία μεγάλη   έχει  η ορθογραφία  και η  ετυμολογία  για την διερεύνηση της  σχέσης  ,που  έχουν  αυτά τα δύο ,εκ πρώτης όψεως ,διαφορετικά ρήματα :  Δρέψω   και Θρέψω . Είναι καταρχήν  και τα  δύο  σε  χρόνο μέλλοντα .

Α . ΔΡΕΠΩ :

ΟΜΗΡΙΚΟΙ  ΥΜΝΟΙ – » Εις   Δήμητραν  » [425] .

δρέπομεν  =  με τα χέρια δρέπαμε άνθη ποθητά .                                                                     

ΟΜΗΡΟΥ – » ΟΔΥΣΣΕΙΑ ». [ μ,357] .»

Δρεψάμενοι =οι δρέποντες [ αυτοί  που κόβουν και  μαζεύουν για τον εαυτό τους }  τρυφερά φύλλα  δάφνης από δρυν  υψηλόκορφη.

ΗΣΥΧΙΟΥ  του  ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ – » Λεξικόν ».

Δρέπω = τρυγώ , θερίζω.

ΠΑΝ.Ε.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – » Λεξικό ρημάτων της Αρχ. Ελλ. γλώσσας ».

Δρέπω  : δρέπανος ,δρεπάνη ,,δρέπτω ,δόρπον ,επιδόρπιον.

ΑΝ.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ  – ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – » Ο  εν  τη  λέξει  Λόγος ».

Η κατάληξη [ -ΑΝΟΝ ] από το ρ. ανύω = φέρω σε πέρας , καταφέρνω .

LIDDELL & SCOTT – »Μέγα  λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». 

Δρέπω  και  Δρέπτω = αποκόπτω  και   συλλέγω. 

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ  Δ. του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν  της  Ελληνικής  γλώσσης ».

Δρύπτω = θρύπτω  ,γδέρνω  με τα νύχια μου. Δρύφος = θρύμμα , ξύσμα.

ΠΑΝ.ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ -‘Λεξικόν απάντων  των ρημάτων εις τους Αττικούς πεζογράφους’.

Δόρπον = το δείπνον . Δορπηστός  { ώρα του δείπνου }. 

ΔΑΜ.  ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗΣ – » Ετυμολογικό  Λεξικό  της  Ελληνικής ».

ΓΙΑΝ. ΠΡΙΝΙΑΝΑΚΗΣ » Η γλώσσα των Ελλήνων είναι η γλώσσα που ομιλεί η φύση ‘.

Η δρυς  και  το ρήμα   δρύπτω.

ΝΙΚ.ΑΝΔΡΙΩΤΗ – »Ετυμολογικό Λεξικό της  Κοινής Νεοελληνικής ».

Επιδόρπια = τα  εδέσματα μετά το δείπνο.

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ  – » Μέγα  Λεξικόν   της Ελληνικής  γλώσσης ». 

Επιδόρπιος -ον : ο μετά του δείπνου προσφερόμενος. Τα επιδόρπια = εδέσματα και ποτά .

Β’ ΤΡΕΦΩ : 

ΠΑΝ.Ε.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – » Λεξικό ρημάτων της Αρχ. Ελλ. γλώσσας ». 

ΟΜΗΡΟΥ – » Οδύσσεια » ,{ }.

Τρέφω  = το  ανατρέφω.

ΟΜΗΡΟΥ – » Οδύσσεια ‘,{ I.246 }.

Θρέψας = πήζοντας .

ΠΑΝ.Ε.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – » Λεξικό ρημάτων της Αρχ. Ελλ. γλώσσας ».

Τρέφω =ταγίζω / ταΐζω , ανατρέφω.  { ρ1. *Τρεφ- / *Θρεφ-  ρ2. *Τραφ- / *Θραφ- }.

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν  της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

LIDDELL & SCOTT – »Μέγα  λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Από ρ.*ΤΡΕΦ- :  τροφή , τροφός, τρόφιμος.

ΔΑΜ.  ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗΣ – » Ετυμολογικό  Λεξικό  της  Ελληνικής ».

ΘΕΟΔ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – » Ανώμαλα ρήματα της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

Μετατροπές του { θ — > τ } *ΤΡΑΦ / ΘΡΟΦ -,*ΤΡΟΦ / ΘΡΟΦ

ΑΝ.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ  – ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – » Ο  εν  τη  λέξει  Λόγος ‘.

Από το Τρέπω  το Τρέφω.

ΣΠΥΡ.ΖΑΜΠΕΛΙΟΥ – » Πηγές της Νεοελληνικής  εθνότητας ».

Θρέφω  το Τρέφω  {ιωνική}.

ΑΧ. ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΥ – » Γραμματική  της Αρχαίας  Ελληνικής  γλώσσης ».

Οι  εναλλαγές των οδοντικών { κ,γ,χ } και των χειλικών { π,β,φ } αφώνων  συμφώνων.

ΩΑΣ

Η  απόδοσις των αρχαίων κειμένων δεν είναι φωτογραφική . Συνεπώς βασίζεται, αλλά ενίοτε δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτή των μεταφραστών συγγραφέων .

Τα περισσότερα  αρχαία κείμενα ,από όσα χρησιμοποιήθηκαν ,μπορείτε να τα αναζητήσετε στο διαδίκτυο ,όπως στα πολύ χρήσιμα »google books » ,» wikisource» , »anemi » ,» πύλη» κ. α