Σοβαρός και αστείος.

Ως  σοβαρός   χαρακτηρίζεται-στην εποχή μας – o συγκρατημένος ,αξιοπρεπής, υπεύθυνος ,φρόνιμος ή ο αυστηρός ,επιβλητικός ,λιγόλογος ,ο χωρίς διαχυτικότητες ,σημαντικός και αξιοπρόσεκτος -όπως μας πληροφορεί το σύγχρονο λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας.

ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ – » Σύγχρονο λεξικό της Νεοελληνικής  γλώσσας ».

1.ΣΟΒΑΡΟΣ-Η-ΟΝ   :

Το τελευταίο και μάλλον το  χαρακτηριστικότερο  θεατρικό έργο του Όσκαρ  Γουά’ι’λντ { Oscar  Fingal O’Flahertie Wills Wilde , 1854-1900}  είναι το‘ The Importance of  Being Earnest » { ‘Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός’ ή ‘Ο σοβαρός κύριος Ερνέστος } [1895] , το οποίο ανέβηκε στο Σεντ Τζέιμσεντ Θήατερ με τον Τζ.Αλεξάντερ ως  Τζον Γουέρθινγκ’ . Ή ‘σοβαρότητα ‘ στο έργο  βέβαια  καταρρέει  μέσα  από τους κίβδηλους  κώδικες της  αριστοκρατικής ευπρέπεια και στο τέλος όλοι οι ήρωες αποδεικνύονται στυγνοί υποκριτές. Ο Οscar Wilde με το »Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός» προσεγγίζει την κορυφή μιας πνευματώδους κωμωδίας.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ – » Λεξικό του Θεάτρου » , { σελ.111}

»Ο σοβαρός  κ.Ερνέστος »  .

Τι σημαίνει όμως το επίθετο σοβαρός-η-ο ; Ποίος είναι άραγε αυτός ο σοβαρός και τι σόι’ πράγμα είναι αυτή η σοβαρότητα ,που διαθέτει ; Ας συμβουλευτούμε κατ’ αρχήν, το σύγχρονο λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών ή αλλιώς χρηστικό, για να μας διαφωτίσει.             

ΑΚΑΔ.ΑΘΗΝΩΝ  – » Χρηστικό λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας ».

Το καλό ‘xρηστικό ‘ λεξικό  ερμηνεύει μεν τι σημαίνει σοβαρότητα {seriousness} και σοβαρός {serioso} ,με παραδείγματα μάλιστα ,χωρίς να φθάνει δε στην ουσία της λέξεως ,ήτοι στην ετυμολογία της.     

ΕΚΔ.ΣΙΔΕΡΗ   -» Dizionario Italiano Greco-Greco Italiano ».

A.Π.Θ  » Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής «.

Σοβαρός-η-ο : πομπώδης ,επηρμένος { Ιταλ. serioso }.

Το ίδιο συμβαίνει και με Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής .Δεν υπάρχει καμμία αναφορά στην ετυμολογία της λέξεως σοβαρός παρά μόνο ερμηνείες μετά παραδειγμάτων.                  

ΣΤΕΦ.Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ –  » Λατινο-Eλληνικόν Λεξικόν «.

Serioso < serietas {= σπουδαιότης } <  serius { ίσως κατά συγκοπήν εκ του severus } =αυστηρός, σπουδαίος,σεμνός.

ΣΟΦ .ΕΥΑΓΓ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ – »Greek lexicon of the Roman and Byzantine periods ».

Αυστηρία = severity { < severus }.

ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ  – » Λεξικόν ». 

Σεβερός = ευσεβής , δίκαιος.

Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ  – » Ετυμολογικό λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας ».

Σοβαρός  : { < σοβέω-ώ [= απομακρύνω]  } σοβ-αρός . Σοβαρότητα < ελνστ. σοβαρότης , αρχ.σημασία : αλαζονεία , ύφος αγέρωχο.

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – »  Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης «.

Σοβαρός -α-ον { < σοβέω } = 1.Ο εκφοβίζων και δια του εκφοβισμού αποδιώκων πτηνά  2. παταγώδης ,μεγάλαυχος ,πομπώδης ,επιδεκτικός ,υπεροπτικός ,αυθάδης,υβριστικός  3.[επί πραγμάτων ] βίαιος,ταχύς,σφοδρός. Σοβέω =εκπέμπω το συριστικό επιφωνηματικό σύμπλεγμα ‘‘σού,σού » για να εκφοβίσω και να αποδιώξω πτηνά {όσοι είστε από χωριό ή έχετε πάει σε χωριό  που έχουν κοτέτσια , μπορεί να έχετε εικόνα , του πώς διώχνουν οι νοικοκυρές τα κοτερά { κότες} από την αυλή του σπιτιού  προφέροντας το χαρακτηριστικό  επιφώνημα  » σ,σ,σ,σ,….σ,σ,σ,..» }.Σοβάς-άδος [ θηλ. του σοβαρός ] = αυθάδης, αναιδής. Σόβη = η ουρά του ίππου { αλογοουρά }.

LIDDELL & SCOTT  – » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός { < σοβέω } κυρίως ο αποδιώκων πτηνά . 1]. Σοβαρότης = η αλαζονεία , το αγέρωχον ύφος .Σοβαρόφρων = αλαζών. Σόβητρον { Σόβη  + τρόν }=ξεμυγιαστήρι .[-τρόν =εργαλείο π.χ. άρο-τρον].

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». 

Σοβαρός  <  *[ ΣΟΒ-]  ή * [ ΣΟΥ– {= ΣΟF } ] συγγενής της * [ ΣΥ-], σεύω , έσσυμαι { παθ.παρακ.του σεύομαι}  . Σού, σού ήταν κραυγή προς αποσόβηση πτηνών.     

Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ &  Κ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] ».

ΣέFω = σείω , σεύω { Λατ. sistrum=σείστρο }, σείριος.

ΠΑΝ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – «Λεξικό ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ».

Σοβέω { < σέβω < *[σεβ-}  = απομακρύνω κάποιον με τη βία .

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – »  Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης «.

Μυιοσόβη { μυία + σόβη } = μυιαστήρι , μυγιαστήρι ,μυγοδιώκτρα . Μυιοσόβος  { μυία + σοβέω-ώ }= ο αποδιώκων  τις μύγες.

 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Yδροσόβη { ύδωρ + σοβώ } = νεροδιώχτης.

  Φυσικά  Μυγοαπωθητικά

bandicam 2018-05-24 21-42-36-006

J.B.HOFMANN  – » Ετυμολογικόν λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής » .

Σοβέω  {< σέβω } = βάλλω [ θέτω ] κάτι μακριά από μένα ,απομακρύνω ταχέως ,αποδιώκω ,απο-σοβώ.

ΕΚΔ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ  – » Ανώμαλα ρήματα της Αρχ. Ελληνικής γλώσσης ».

Σέβω .Παράγωγα :σέβας {>σεβάζομαι },σεβίζω,σεμνός { < σεβ-νός},σεπτός {< σεβ-τός } ,ευσεβής ,ασεβής.

ΔΑΜ. ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗ  – » Ετυμολογικό λεξικό της Ελληνικής ».

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ  – » Νεφέλαι », { στ. 406 }

» έξω φέρεται σοβαρός » = πετάγεται έξω ορμητικά  [ ο αέρας ].

CLAVDII  AELIANI [ sophistae ] – » Varia Historia et Fragmenta  » .

Σοβαρά αναθήματα = λαμπρά,ακριβά αφιερώματα { διακόσμησε τον ναόν}.

ΑΙΛΙΑΝΟΣ – » περί ζώων ιδιοτήτων », { XVI – 32 }.

»Σοβαροτέρα  τη τιμή » =σε  υψηλότερη τιμή, πιο ακριβά.

AΘΗΝΑΙΟΥ – » Δειπνοσοφισταί »,  { Θ’ -15 c  ,Όρνεις }.

Σοβέω-ώ  { τας όρνιθας } = απομακρύνω [ τις κότες ].

ΗΣΥΧΙΟΥ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ  – » Λεξικόν ».

Σοβάδες = υπερήφανοι ,άστατοι, μαινόμενοι. Σοβαρός { <  σέβας }[1] = υπερήφανος ,αυθάδης ,σεμνός .Σοβαρός [2] = συβαρός {<  Συβαριτών }  και πλούσιος.  Σοβείν { < σοβέω-ώ } =διώκειν , τρέχειν, απελαύνειν.

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων Συναγωγή ».

Σοβαρός = όχι ο σεμνός αλλά ο καταπληκτικός. Σοβαρός = λαμπρός , επαιρόμενος , τολμηρός, αυθάδης ,αυτός που συμπεριφέρεται απρεπώς. Το δε σοβαρός λέγουν ,οι μεν από τους Συβαρίτες {σοβαρός <  συβαρός } ,οι δε από το σέβας { σοβαρός < σέβας }.Άλλοι όμως λένε ,ότι ονομάστηκε σοβαρός από το σοβείν { σοβαρός < σοβέω-ώ },το οποίο σημαίνει ακριβώς : προχωρώ με σεμνότητα. Την λέξη αυτή χρησιμοποιούσαν  συνήθως οι Κυνικοί. Σοβεί = διώκει  και κομπάζει .

Σάρωση_20180526

THOMAS  GAISFORD  -» Etymologicon Magnum Lexicon ».

Σοβαρός { < σοαρός + [β] με πλεονασμό } = ο σοβών και μετά σεμνότητος  προ’ι’ών.

Σάρωση_20180528 (3)

ORION  THEBANUS { ΩΡΙΩΝ ο ΘΗΒΑΙΟΣ } – » Etymologicon ».

Συβαρός { < σεσοβείσθαι } .Συώ > συαρός + β [πλεον. ] = συβαρός.

ΣΟΥΔΑ ή ΣΟΥ’Ι’ΔΑ  – » Λεξικόν » .

Σοβαρός [1] = λαμπρός , επαιρόμενος ,τολμηρός ,αυθάδης , ο συμπεριφερόμενος έξω του δέοντος [=απρεπώς }  Σοβαρός [2] = ο υπερήφανος .Διότι έλεγαν πως οι Συβαρίτες υπερέχουν στον πλούτο και την τρυφηλότητα. Από του Συβαρίτου λοιπόν [ ονομάσθηκε ] ο σοβαρός. Σοβαρός [3] = από το κράτος των Συβαριτών  μεταφέρθηκε  το όνομα . Άλλοι μεν  λένε ότι [ο σοβαρός ] παράγεται από το σέβας , άλλοι δε από το σοβείν , το οποίο σημαίνει ακριβώς : το να βαδίζει  κάποιος με  σεμνότητα.

ΑΝΘ.ΓΑΖΗ  – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρεύομαι { < σοβαρός } = είμαι σοβαρός ,επαίρομαι { Ησύχιος }. Σοβαροβλέφαρος = υπερήφανος ,υπερόπτης. Σοβαρός-α-ον =1. ελαφρός ,λεπτός , ογλήγορος { =γρήγορος } 2.υπερήφανος, αυθάδης ,υψηλόφρων,μάταιος,μεγαλοπρεπής { κατά το εξωτερικόν και επί πραγμάτων },λαμπρός ,πολύτιμος{ Αιλιανός }. Σοβάς-άδος { ποιητικό θηλυκό του σοβαρός }=οξεία, ορμητική, άγρια 2.Μάταιη ,υπερήφανη , που αγαπάει τις μεγαλοπρέπειες .Σοβέω-ώ { < ΣΑΩ ,σόω,σέω,σεύω} =1].εξιππάζω,φοβίζω ,κυνηγώ ,απομακρύνω , αποβάλλω 2].υπερήφανα ή καμαρωτά βαδίζω . Σόβη { < σοβέω} =1]. η ουρά του ίππου { ίππουρις }, δια της οποίας αποδιώκει τις μύγες από το σώμα του 2].η φούντα ,ο θύσανος από τρίχες ουράς ίππου για διακόσμηση περικεφαλαίας 3].παχιά φούντα από τρίχες ,πυκνή χαίτη.

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σόω  { < σαόω } = σώζω.


Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

α].Ίππουρις { ίππος + ουρά } =επίθετο της  κόρυθος { περικεφαλαία} η διακοσμημένη με λοφίο από τρίχες αλογοουράς.

 β].Ίππουρις (cauda equina) το σύνολο των νεύρων που κατεβαίνουν μέσα στο σπονδυλικό σωλήνα, στην περιοχή της οσφύος (μέσης) με μορφή σαν την ουρά του αλόγου (εξ’ ου η λέξις  ίππουρις).

γ].Ίππουρις [Equisetum arvense] {2} εκουιζέτο ή πολυκόμπι,κοντυλόχορτο,πολυτριχιά,πολυκόνδυλο,ιππουρίδα των αγρών.Ο Διοσκουρίδης αναφερόμενος στο πολυκόμπι το συνιστούσε ως επουλωτικό των πληγών και γι’ άλλες φαρμακευτικές χρήσεις.Επίσης χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο στην αμπελουργία και στην κηπευτική.

Ι. ΠΑΣΣΑ  – » Νεώτερον  Εγκυκλοπαιδικόν  Λεξικόν »ΗΛΙΟΥ».

Tα πέντε είδη της ιππουρίδος .


ΚΩΝ. Μ. ΚΟΥΜΑ – » Λεξικόν ». 

Σοβαρός-ά-όν { < σοβάω, σοβέω }: 1.] αυτός που κινείται  εδώ κι εκεί γρήγορα.{ = ευκίνητος }, αυτός που ελαφροπερπατάει , ο γρήγορος  2.] όποιος υπερηφανεύεται { =φαίνεται υπέρ, καμαρώνει } , συμπεριφέρεται με μεγαλοπρέπεια. Ίππος σοβαρός = ο καμαρωτός και υπερήφανος }.Σοβαρός  < σόω , σόομαι -σοούμαι , σύομαι  κατά το νύσος = νόσος. Σοβέω  -ώ =  1].κινώ : κινώ πόδα εν κύκλω [= *κυκλοσοβέω = φέρνω γυροβολιά σε κυκλικό χορό ] , διώκω, αποβάλλω.  Σοβείν την κόνιν = τινάζω ή σκουπίζω τον κονιορτό  2]. Βάδισμα : το ταχύ και σφοδρό περπάτημα του υπερηφάνου. 3]. Το σοβείν : το να περπατάει κανείς γρήγορα και υπερήφανα [ υπεροπτικά ].Σοβέω – ώ  < σόω – σόομαι + [β] = σόβω , σοβέω.

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ Δ. του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός-α-ον { < σοβέω }:  [ κατά λέξη } αυτός που περπατάει με κουνηστά χέρια { δηλ. ο καμαρωτός ή βιαστικός , [ επί πραγμάτων ] ορμητικός ,{ συνεκδοχικά } αγέρωχος ,υπερήφανος ,πολυέξοδος .Σοβαρότης = το ύφος ,ο χαρακτήρας του σοβαρού.

Ν.Π. ΑΝΔΡΙΩΤΗ  – » Ετυμολογικό  λεξικό της κοινής Νεοελληνικής ».

Σοβαρός < σοβώ.

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρός -η-ο[ν] { < σοβέ-ώ }.

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρότης -ητος = 1.αλαζονεία ,αγέρωχον ύφος  2.η ιδιότητα του σοβαρού ,αξιοπρέπεια,σπουδαιότητα , εμβρίθεια ,βαρύτητα 3.{ συνεκδοχικά } και επί καταστάσεως ή ασθενείας.

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Ελληνo – Λατινικό  Λεξικόν ».

Σοβαρότης =gravitas -atis , Fastus-us.

ΕΥΣΤΡ.ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ  – » Λατινο-Eλληνικόν  Λεξικόν .

Fastus-us =όγκος ,φρόνημα,υπερηφάνεια , το θρυπτικόν { = ο θραύων, ο ικανός να συντρίβει κάτι } .Gravitas -atis  { < gravis }= βαρύτητα , βάρος, τραχύτητα ,εμβρίθεια,σεμνότητα , σπουδαιότητα, αυστηρότητα.



Aστείος – στην εποχή μας -είναι ο έξυπνος, ο ευτράπελος αλλά και ο ασήμαντος ,ο μηδαμινός ,ο μη σοβαρός ,ο ανάξιος λόγου ,ο γελοίος ,ο κωμικός- όπως μας πληροφορεί το Νεοελληνικό λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής.                                                         

ΕΜΜ.ΚΡΙΑΡΑ  – » Νεοελληνικό  λεξικό ».                                                                                         

Αστείος : 1.αυτός που προκαλεί γέλιο , έξυπνος και ευχάριστος  2. που του λείπει η σοβαρότητα , γελοίος,κωμικός  3.ανάξιος λόγου ,ασήμαντος.  ΑΝΤΙΘ. : σοβαρός{;},σημαντικός. 

2.ΑΣΤΕΙΟΣ-Α-ΟΝ :

Σοβαρός = [1]. ο ταχύς ,ορμητικός και βίαιος άρα το αντίθετό του δεν μπορεί παρά να είναι ο ήσυχος , ήρεμος  [2]. Ο αλαζόνας , πομπώδης , υπερήφανος { αρνητική σημασία }.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ – ‘‘ Νεφέλαι » ,{ στ. 404-407 }

Ο Στρεψιάδης  ρωτάει τον Σωκράτη τί είναι κεραυνός . Σοβαρός = ορμητικός.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ – ‘‘ Ειρήνη »,{ στ. 82-86 } και { στ. 943-947 }.

Ο Τρυγαίος εμφανίζεται στην σκηνή καβάλα σ’ένα τεράστιο σκαθάρι { κάνθαρος } σαν τον Βελλερεφόντη  ,που ίππευσε τον Πήγασο και ανέβηκε στον ουρανό. Ο μπούρμπουλας { σκαθάρι} ως γνωστόν είναι κοπροφάγος  και εκπέμπει δυσωδία , αφού τρώγει βρώμες ,κάτι το οποίο φοβίζει τον Τρυγαίο.  Σοβαρώς  χώρει =προχώρα  ταχέως ,ορμητικώς. Σοβαρά αύρα = γρήγορη ,ορμητική.

Ι.Α.Ε. ΣΜΙΔΙΤΙΟΥ [ SCHMIDT }  – » Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Σοβαρεύομαι = φέρομαι σοβαρώς { = υπερηφάνως }.Σοβαρός = ο περιπατών με κουνητά χέρια ,ο καμαρωτός ,βιαστικός ,ορμητικός αγέρωχος ,υπερήφανος. Σοβέω = βάλλω εις ταχείαν κίνησιν , φοβίζω ,αποδιώκω {ιδιαιτ.} τινάζω , κουνώ.

Επειδή ο σοβαρός [μτγν.]  εμφανίζεται ως σπουδαίος και εμβριθής, το αντίθετό του εκφράστηκε στην νεώτερη ελληνική με τον …ελαφρόνεπιπόλαιον και ελαφρόμυαλον. 

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Προσέξτε την αλλοίωση του νοήματος της λέξης. Από το Αριστοφανικό σοβαρό= ελαφρό ,πτερόεν ,ευκίνητο  στο νεώτερο σοβαρό , που είναι το αντίθετο του ..ελαφρού και επιπόλαιου.! Είναι αυτό ,που μαρξιστικά ονομάζεται ‘πέρασμα στο αντίθετό του’.

AΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ  – Αχαρνής »,{ στ.675 }.

»σοβαρόν  μέλος» = ελαφρά μελωδία  { προς το αγροικότερον }.

bandicam 2018-06-04 20-21-27-456

Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ &  Κ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] » . 

Άστυ { < [F]άστυ }. Vestia = Εστία.

ΣΤΕΦ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – » Εθνικά ».

Άστυ , η κοινώς λεγομένη πόλη .Διαφέρει το άστυ από την πόλιν .Άστυ = κτίσμα. Πόλις = κτίσματα { άψυχα} και  πολίτες { έμψυχα }.Ονομάστηκε δε άστυ,  ‘‘εκ του συνελθείν και στήναι’‘,  επειδή πρωτύτερα ήσαν νομάδες και ζούσαν πότε εδώ και πότε εκεί . Τότε εκ της πλάνης { = περιπλάνηση νομάδων } εις τας κοινάς οικήσεις {εγκαταστάθηκαν μονίμως }, απ’ όπου δεν μετανάστευσαν. Πρώτοι από τους άλλους οι Αθηναίοι κατοίκησαν πόλεις και εύρηκαν  άστη. Από το άστυ {γεν. άστεος }:o αστείος , ο οποίος αντιδιαστέλλεται στον αγροίκον , το αστείζω και ο αστεισμός { είδος ειρωνείας }.

Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ  – » Ετυμολογικό λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας ».

Aστείος και αγροίκος.

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων Συναγωγή ».

Αστείος =ευσύνετος,ευπρόσωπος,χαρίεις ,καλός ,γελοιώδης.  Αστείζεσθαι = το χαριεντίζεσθαι . Αστε’ι’ζόμενος = αγλα’ι’ζόμενος,ωρα’ι’ζόμενος.

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».

Αστε’ι’σμός : α].ευφυολόγημα και ευτραπελία. β].Ρητορ. είδος  ειρωνείας ,δια του οποίου διακοσμείται και ιλαρύνεται { φαιδρύνεται} ο λόγος ή σκώπτεται { σκώπτω =περιπαίζω,’πειράζω’ }εύστοχα ο εναντίος { =ο αντίος ,ο απέναντι }.

ΑΙΛΙΟΥ ΗΡΩΔΙΑΝΟΥ  – » Περί Σχημάτων ».

Σχήμα λόγου είναι και ο αστε’ι’σμός.  Αστεισμός = προσποίησις πιθανή του μη λέγειν ή μνημονεύειν ημάς ά λέγομεν.

 EIΔH EIΡΩNEIAΣ :   

AΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  { Σοφιστού } – » » Περί Σχημάτων ».

Ειρωνεία  = λόγος προσποιούμενος το εναντίον λέγειν. Είδη της ειρωνείας {4} : αστεισμός ,μυκτηρισμός , σαρκασμός , χλευασμός.

ΑΝΝΗΣ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ  – ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – » Ο εν τη λέξει Λόγος ».

Ειρωνεία { < είρω = λέγω } = ο παίζων και διαχλευάζων διά λόγων . Ειρωνεία είναι : α].η προσποιητή άγνοια { σωκρατική ειρωνεία } και β].σαρκασμός μετά λεπτότητος. Η ειρωνεία έχει [4] είδη:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ηθικά Νικομάχεια » , { 1108 a } .

Στην  ηδονή { το ηδύ } ,την σχετική με τα παιγνίδια και τις διασκεδάσεις,ο μέσος  είναι ο ευτράπελος και η ευτραπελία. Το μεν ένα άκρο [ της υπερβολής ] λέγεται βωμολοχία { αισχρολογία} το δε άλλο άκρο [ της ελλείψεως ] λέγεται αγροικία { τραχύτητα }.

bandicam 2018-06-09 15-57-32-563

Το ηδύ { ηδονή , τέρψις } έχει μεσότητα και άκρα { το ένα άκρο είναι η έλλειψις  και το άλλο η υπερβολή } .Σε σχέση με την παιδιά η μεσότης λέγεται ευτραπελία ενώ τα άκρα λέγονται αγροικία{τραχύτητα } μεν για την έλλειψη και βωμολοχία { αισχρολογία} για την υπερβολή .Σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα πράγματα { θέματα } του ανθρωπίνου βίου η μεσότητα λέγεται φιλία και φίλος ο ευρισκόμενος στο μέσον.Ενώ στα άκρα βρίσκονται ο μεν δύσκολος { παράξενος} και δύσερις { δυσ + έρις } =φίλερις ,ο δε κόλαξ { αυτός που αποβλέπει στην ιδική του ωφέλεια }.

ΑΜΜΩΝΙΟΥ  – »  Λεξικόν Ομοίων  και Διαφόρων  λέξεων ».

Γελοίον=το λεγόμενον , που διαχέεται στους ακροατές χωρίς κάποια ύβρη { προσβολή}. Ευτράπελον {= το ευ τρέπεσθαι τον λόγον } : αυτό που λέγεται με σεμνότητα και χάρη.

ΤΟ ΗΔΥ

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ – » Λεξικόν κατά στοιχείον Ηλιάδος και Οδυσσείας ».

Ήδος = ωφέλημα.

Ι.ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ  – » Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ».

Από ρ. [ ΣFΑΔ- ] η ρ. [ΑΔ- ] : ανδάνω  ,ήδομαι ,ήδος ,ηδονή ηδύς { αδύς },ήδυμος.

Σ.ΔΩΡΙΚΟΥ Κ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – » Το  δίγαμμα [ F ] » .

Ανδάνω = αρέσκω .FέFαδα  >  ήδομαι ,ηδύς . Αυτο- Fάδης  = αυθάδης { < ήδομαι }.

ΦΩΤΙΟΥ  – » Λέξεων Συναγωγή ».

Ήδος = ηδονή ,όφελος. Ηδύς = ευήθης { έτσι έλεγαν και τούς κουτούτσικους ,χαζοβιόληδες }.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ  – » Ρητορική τέχνη », {     }.

Οι νέοι είναι φιλογέλωτες {= αγαπούν να γελούν }.Γι αυτό είναι πειραχτήρια { ευτράπελοι }.Γιατί το πείραγμα { ευτραπελία} είναι εκλεπτυσμένη { πεπαιδευμένη } προσβολή { ύβρις }.

LIDDELL & SCOTT  – »  » Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ». 

Γέλως  { < ΓΕΛ – } . Η ρίζα [ ΓΕΛ- ] απ’όπου και ο γέλως { γέλιο } φαίνεται ότι δήλωνε μάλλον λαμπρότητα προσώπου και μειδιώσα ευθυμία παρά θορυβώδη γέλωτα. Διότι από την ρ.[ ΓΕΛ –] παράγονται και οι λέξεις γαλήνη , γαληνός.

ΣΟΥΔΑ ή ΣΟΥ’Ι’ΔΑ  – » Λεξικόν » .

Γελοίον = το άξιον γέλωτος . Γέλοιος = ο καταγέλαστος . Γελοίος = ο γελωτοποιός.

ΙΩ.Σ.ΤΟΥΛΟΥΜΑΚΟΥ – » Το χιούμορ στην Αρχαία Ελλάδα »,{ σελ.32 }.

Η λέξη ‘χιούμορ’ { humour , humor  < umor } προέρχεται από την ελληνική λέξη χυμός. Χυμοί είναι τα [4] υγρά στοιχεία του ανθρωπίνου σώματος : αίμα – φλέγμα – κίτρινη χολή – μέλαινα χολή. Η υγίεια διατηρείται με την σύμμετρη μίξη αυτών ενώ αντίθετα επέρχεται η νόσος.

Αστείος [κυρ.] :  ο του άστεως ,ο αστός .Έπειτα ο ευγενής ,φιλόφρων , ο έχων λεπτούς τρόπους , ευφυής ,έξυπνος ,αστείος ,ευτράπελος. Σοβαρός [κυριολεκτικά ]αυτός που αποδιώκει  πτηνά ή έντομα και αποσοβεί κινδύνους με τα ..μυιοσόβητρα .Ο σοβαρός είχε μια υπερηφάνεια, υπεροψία ενίοτε και αλαζονεία ,που δεν ήταν αρεστή στους Αθηναίους αστούς ,με τους ευτράπελους τρόπους και τους αστε’ι’σμούς τους. Αλλά η λέξη αστείος -όπως αλλοιώθηκε το θετικό  νόημά της – έχει  καταλήξει να σημαίνει είτε γελωτοποιός είτε  γέλοιος  και μη.. σοβαρός. !

Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης ».     

bandicam 2018-06-05 19-50-59-940

  OSHO  

osho

Τουναντίον στη λέξη  σοβαρός  αλλοιώθηκε  το πραγματικά  αρνητικό νόημά της  – σήμαινε ουσιαστικά  σοβαροφάνεια {  μεταγενέστερη λέξη } – κι  απέκτησε ειδικό θετικό  βάρος  ,που αδυνατεί να υποστηρίξει – εάν  βεβαίως  κάποιος θελήσει να  ερευνήσει την ετυμολογία της.                                                                                                                          



{*} ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ  – » Σφήκες », { στ.1523 }.

Κυκλοσοβέω = γυροστριφοφέρνω , γυροφέρνω ,φέρνω γυροβολιές { σε κυκλικό χορό }.




Η  απόδοσις των αρχαίων κειμένων δεν είναι φωτογραφική . Συνεπώς βασίζεται, αλλά ενίοτε δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτή των μεταφραστών συγγραφέων .

Τα περισσότερα  αρχαία κείμενα ,από όσα χρησιμοποιήθηκαν ,μπορείτε να τα αναζητήσετε στο διαδίκτυο ,όπως στα πολύ χρήσιμα »google books » ,» wikisource» , »anemi » ,» πύλη» κ. α